Τι σημαίνει το cansar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cansar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cansar στο πορτογαλικά.

Η λέξη cansar στο πορτογαλικά σημαίνει εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω, κουράζω, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, κάνω κπ/κτ να τα φτύσει, κουράζω, εξαντλώ, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, φθείρομαι, ξεπατώνω, κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαι, κουράζομαι, βαριέμαι, μπουχτίζω, εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ, κουράζομαι με κτ, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cansar

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

(tornar exausto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pedidos constantes das crianças por doces me desgastaram, até que eu finalmente cedi e deixei-os comerem.
Τα συνεχή παρακάλια των παιδιών με κούρασαν, και τελικά ενέδωσα και τα άφησα να φάνε γλυκά.

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As reclamações constantes dela me cansam.
Τα συνεχή παράπονά της με εξουθενώνουν.

κάνω κπ/κτ να τα φτύσει

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A caminhada havia cansado Agatha, então ela foi para a cama cedo.
Η πεζοπορία κούρασε την Αγκάθα και έτσι πήγε για ύπνο νωρίς.

εξαντλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trabalho pesado esgota você, se você não fizer pausas.
Η σκληρή δουλειά θα σε εξουθενώσει εάν δεν κάνεις διαλείμματα.

φθείρομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ήταν ένας κορυφαίος αθλητής, αλλά τώρα έχει φθαρεί εντελώς.

ξεπατώνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουράζομαι, εξασθενώ, καταπονούμαι

(fazer algo até a exaustão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουράζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Perto do final do dia, os trabalhadores começaram a se cansar e o rendimento diminuiu.
Προς το τέλος της ημέρας οι εργάτες άρχισαν να κουράζονται και η απόδοση μειώθηκε.

βαριέμαι, μπουχτίζω

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουράζομαι με κτ

Estou começando a me cansar dos dramas policiais. As programações estão repletas deles!
Έχω αρχίσει να βαριέμαι τις αστυνομικές σειρές. Η τηλεόραση έχει γεμίσει τέτοιες!

χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A princípio, Rose estava muito entusiasmada com o curso, mas ela se cansou dele quando percebeu quanto trabalho tinha que fazer.
Στην αρχή η Ρόουζ ήταν ενθουσιασμένη με το μάθημα, αλλά το βαρέθηκε όταν κατάλαβε πόση δουλειά έπρεπε να κάνει.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cansar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.