Τι σημαίνει το cantar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cantar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cantar στο πορτογαλικά.

Η λέξη cantar στο πορτογαλικά σημαίνει τραγουδώ, τραγουδάω, τραγουδώ, κελαηδάω, κελαηδώ, τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας, στριγγλίζω, τσιρίζω, καλώ, φωνάζω, κραυγάζω, μελωδία, δηλώνω, την πέφτω σε κπ, πιάνω την κουβέντα για να φλερτάρω, λαϊκό τραγούδι, παραδοσιακό τραγούδι, τραγουδάω μπλουζ, ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, κάνω κουμάντο, τραγουδώ με λαρυγγισμούς, σιγοτραγουδώ, τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά, τραγουδώ δυνατά, τραγουδώ, τραγουδώ για κπ, λέω με μια φωνή, ραπάρω, τραγουδώ κανόνα, τραγουδώ κτ δυνατά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cantar

τραγουδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você tem uma linda voz e deveria cantar mais.
Έχεις υπέροχη φωνή! Πρέπει να τραγουδάς συχνότερα.

τραγουδάω, τραγουδώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles se levantaram e cantaram o hino nacional.
Σηκώθηκαν όρθιοι και έψαλαν τον εθνικό ύμνο.

κελαηδάω, κελαηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os pássaros cantam nas árvores.

τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας

(acompanhar vocalmente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στριγγλίζω, τσιρίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Adam freiou bruscamente e os pneus cantaram.
Ο Άνταμ πάτησε το φρένο δυνατά και τα λάστιχα στρίγγλισαν.

καλώ

(som de pássaro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É uma coruja cantando?

φωνάζω, κραυγάζω

(έμφαση στα λεγόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O público entoava: "Bis! Bis!".
Το πλήθος φώναζε, «Ανκόρ! Ανκόρ!»

μελωδία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você ouve a música dos pássaros?
Ακούς τη μελωδία του πουλιού;

δηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No bilhar americano você deve apostar antes de jogar.

την πέφτω σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω την κουβέντα για να φλερτάρω

(BRA, inf, tentar seduzir) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando ele vai a restaurantes, ele tenta sempre dar uma cantada nas garconetes.
Όταν πάει σε εστιατόριο, πάντα προσπαθεί να πιάσει την κουβέντα με τις σερβιτόρες για να τις φλερτάρει.

λαϊκό τραγούδι, παραδοσιακό τραγούδι

expressão

τραγουδάω μπλουζ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω

(nota errada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κουμάντο

(ηγούμαι στο σπίτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραγουδώ με λαρυγγισμούς

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σιγοτραγουδώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά

τραγουδώ δυνατά

τραγουδώ

locução verbal (figurativo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραγουδώ για κπ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λέω με μια φωνή

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A congregação cantou em coro "Amém" ao final da oração.
Το εκκλησίασμα είπε με μια φωνή «Αμήν» στο τέλος της προσευχής.

ραπάρω

(ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan estava cantando rap no palco.
Ο Νταν ράπαρε πάνω στη σκηνή.

τραγουδώ κανόνα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραγουδώ κτ δυνατά

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cantar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.