Τι σημαίνει το carve στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης carve στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carve στο Αγγλικά.
Η λέξη carve στο Αγγλικά σημαίνει σκαλίζω, λαξεύω, σκαλίζω, λαξεύω, σκαλίζω, λαξεύω, κόβω, τεμαχίζω, χτίζω, διαμορφώνω, κάνω, τεμαχίζω, μοιράζω, τεμαχίζω, το πατάω, το σανιδώνω, μαχαιρώνω, σουγιαδιάζω, κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ, βρίσκω τον ρόλο μου, βρίσκω την θέση μου, βρίσκω τον ρόλο μου σε κτ, μοιρασιά, στημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης carve
σκαλίζω, λαξεύωtransitive verb (material: sculpt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sculptor uses a chisel to carve the marble. |
σκαλίζω, λαξεύωtransitive verb (shape: sculpt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) With a knife, the man carved flowers and leaves into the wood. |
σκαλίζω, λαξεύωverbal expression (shape: sculpt from) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Michelangelo liked to carve huge athletic nudes out of marble. Στον Μιχαήλ Άγγελος άρεσε να λαξεύει τεράστια γυμνασμένα γυμνά από μάρμαρο. |
κόβω, τεμαχίζωtransitive verb (meat: cut, slice) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Father always carves the turkey at Thanksgiving dinner. Ο πατέρας κόβει πάντα τη γαλοπούλα στο δείπνο των Ευχαριστιών. |
χτίζω, διαμορφώνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (career, etc.: build up) (μτφ: καριέρα, κτλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack hopes to carve out a career in software development. |
κάνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (career, etc.: build up) (καριέρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She's succeeded in carving out a nice career for herself in marketing. Κατάφερε να κάνει καλή καριέρα στο μάρκετινγκ. |
τεμαχίζωphrasal verb, transitive, separable (cut into pieces) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μοιράζω, τεμαχίζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (divide) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After the war, the victors carved the defeated nations up into new administrative regions. |
το πατάω, το σανιδώνωphrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (drive fast along: road) (αργκό, αυτοκίνητο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He enjoys carving up the road in his flashy sports car. |
μαχαιρώνω, σουγιαδιάζωphrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (injure with knife) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπphrasal verb, transitive, separable (UK, figurative, slang (swerve in front of another vehicle) (ανεπίσημο) |
βρίσκω τον ρόλο μουverbal expression (figurative (find your role, trade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω την θέση μουverbal expression (figurative (find your role, trade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω τον ρόλο μου σε κτverbal expression (figurative (find your role, trade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοιρασιάnoun (informal (act of dividing [sth] up) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στημένοςnoun (UK, figurative, slang (result-fixing) (αγώνας, αποτέλεσμα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sure, they won the match, but the whole thing was a carve-up. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carve στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του carve
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.