Τι σημαίνει το case στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης case στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του case στο Αγγλικά.

Η λέξη case στο Αγγλικά σημαίνει θήκη, θήκη, κουτί, περίπτωση, περίπτωση, κρούσμα, θέμα, κατάσταση, υπόθεση, επιχείρημα, πτώση, περίπτωση, κάσα, κάσα, βαλίτσα, τσεκάρω, συσκευάζω, αιτιατική πτώση, όπως έχουν τα πράγματα, χαρτοφύλακας, σοβαρή περίπτωση, σοβαρή περίπτωση, παλάβρας, καμένο χαρτί, έκθεση επιχειρησιακής σκοπιμότητας έργου, γραφή με ενδιάμεσα κεφαλαία, θήκη για κάμερα, φάκελος υπόθεσης, ιστορικό ασθενούς, προκείμενη περίπτωση, νοµολογία, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική λειτουργός, αληθινές ιστορίες, case study, κοινωνικός λειτουργός, σκληραίνω, σκληραίνω, σκληραίνω, με διάκριση πεζών - κεφαλαίων γραμμάτων, αριθμός υποθέσεων, θήκη για πούρα, δίκη, λύνω το μυστήριο, προθήκη, γυάλινη προθήκη, σκληρός, έχω αποδείξεις, έχω στοιχεία, έχω, χαμένη υπόθεση, καμένο χαρτί, τελειωμένος, ό,τι είχα να πω το είπα, σε κάθε περίπτωση, σε περίπτωση που, σε περίπτωση που, σε περίπτωση, σε κάθε περίπτωση, σε καμία περίπτωση, σε αυτή την περίπτωση, σε αυτήν την περίπτωση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οργανική πτώση, θήκη cd, κοσμηματοθήκη, για την περίπτωση που, σε περίπτωση που, για παν ενδεχόμενο, δικαστική υπόθεση, νομική υπόθεση, πεζός, πεζά γράμματα, γράφω με πεζά, γράφω με μικρά, σημαντική υπόθεση, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, υποστηρίζω, υπόθεση φόνου, υπόθεση φόνου, τρελός, παλαβός, μουρλός, αιτιατική, κατά περίπτωση, ξεκάθαρος, εύκολος, δοχείο, κουτί, κασετίνα, μαξιλαροθήκη, αξιολύπητος άνθρωπος, ατυχής περίπτωση, εξαίρεση, ειδική περίπτωση, εκφράζω την άποψή μου, νομική υπόθεση που δημιουργεί δικαστικό προηγούμενο, επομένως, εργαλειοθήκη, κιβώτιο μεταφοράς, κλασική περίπτωση, κεφαλαία, κεφαλαίος, κεφαλαίο γράμμα, νεσεσέρ, βαλιτσάκι για καλλυντικά, θήκη βιολιού, χειρότερο σενάριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης case

θήκη

noun (box) (κουτί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My new earrings came in a beautiful case.
Τα καινούρια μου σκουλαρίκια ήταν σε μια όμορφη θήκη.

θήκη

noun (container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Artists often carry around a small case full of pens, pencils, and other supplies.
Οι καλλιτέχνες συχνά παίρνουν μαζί τους, όπου κι αν πάνε, μία μικρή θήκη γεμάτη από στυλό, μολύβια και άλλες προμήθειες.

κουτί

noun (contents of a case)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This wine is so good that I could drink the whole case!

περίπτωση

noun (instance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The opposite is true, in this case.
Σε αυτήν την περίπτωση, ισχύει το αντίθετο.

περίπτωση

noun (example)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is a clear case of political interference.
Πρόκειται για μια ξεκάθαρη περίπτωση πολιτικής παρέμβασης.

κρούσμα

noun (instance of disease)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our mother has a case of pneumonia.

θέμα

noun (question)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is a case of integrity.
Είναι θέμα τιμιότητας.

κατάσταση

noun (situation, state)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We thought it would rain, but that was not the case.
Νομίζαμε θα έβρεχε, αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα.

υπόθεση

noun (law: lawsuit) (νομικά: αγωγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The case was brought before a judge.
Η υπόθεση ήρθε ενώπιον του δικαστή.

επιχείρημα

noun (support for an argument)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The committee is looking at the scientist's case for more testing.
Η επιτροπή εξετάζει τα επιχειρήματα του επιστήμονα για περαιτέρω έλεγχο.

πτώση

noun (grammar: category) (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a different form in the accusative case.

περίπτωση

noun (slang (strange person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's an odd case.
Είναι περίεργος τύπος.

κάσα

noun (tray)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The printer found the case he needed.

κάσα

noun (wine: 12 bottles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You can't buy a single bottle of wine here - we only sell it by the case.

βαλίτσα

noun (suitcase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We had a long wait for our cases at the carousel.

τσεκάρω

transitive verb (US, slang (survey) (καθομιλουμένη: ελέγχω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank robbers cased the building.

συσκευάζω

transitive verb (put in a case)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The butcher cased the ground beef.

αιτιατική πτώση

noun (grammar: object) (γραμματική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The accusative case of the Latin word "tu" is "te".

όπως έχουν τα πράγματα

adverb (whatever the actual situation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χαρτοφύλακας

noun (from French (type of briefcase)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Who knows what wonders lurk in James Bond's attaché case?

σοβαρή περίπτωση

noun (serious bout of: illness)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My brother has a bad case of the measles.

σοβαρή περίπτωση

noun (figurative (serious instance of: [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a bad case of the blues.

παλάβρας

noun (pejorative, slang (crazy or very anxious person) (αργκό, μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some people dismissed Jack as a basket case.

καμένο χαρτί

noun (pejorative, slang (company, nation: failing) (μεταφορικά: δεν έχει ελπίδα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The country was the basket case of Europe.

έκθεση επιχειρησιακής σκοπιμότητας έργου

noun (project, expense: justification)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραφή με ενδιάμεσα κεφαλαία

noun (capitalization style)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θήκη για κάμερα

noun (protective bag for a camera)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When traveling, I store extra cash in my camera case.

φάκελος υπόθεσης

noun (law: case documents)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ιστορικό ασθενούς

noun (written medical history)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The doctor has read through the patient's case history.

προκείμενη περίπτωση

noun (helpful example)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Movies can encourage children to read. The Harry Potter series is a case in point.

νοµολογία

noun (law of precedent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική λειτουργός

noun (social care advisor)

The case manager deals with the complex needs of clients.

αληθινές ιστορίες

plural noun (real-world examples)

case study

noun (detailed individual example) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To assist you in understanding the translation process, I have prepared a case study of a book translation.
Για να σας βοηθήσω να καταλάβετε τη διαδικασία της μετάφρασης, έχω προετοιμάσει μια μελέτη περίπτωσης σχετικά με τη μετάφραση ενός βιβλίου.

κοινωνικός λειτουργός

noun (arranger of social services)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The case worker interviewed the family to see what help they needed.

σκληραίνω

transitive verb (harden the surface of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκληραίνω

transitive verb (figurative, often passive (harden emotionally) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκληραίνω

transitive verb (figurative, often passive (harden emotionally) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

με διάκριση πεζών - κεφαλαίων γραμμάτων

adjective (recognises small and capital letters)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
CAPTCHA text recognition tests are often case-sensitive. // Most computer or network passwords are case sensitive.

αριθμός υποθέσεων

noun (number of cases) (νομικών, ιατρικών κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The attorney's growing caseload made him consider hiring an assistant.

θήκη για πούρα

noun (case for carrying cigars)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He pulled a two finger cigar case out of his breast pocket and offered me one of the two cigars.

δίκη

noun (trial, legal proceeding)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the US court cases are heard either by a judge or a jury.

λύνω το μυστήριο

verbal expression (informal (solve a crime, mystery)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Not even Hercule Poirot could crack this case!

προθήκη

noun (glass box, cabinet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The display case contained a valuable collection of antique jewellery.
Η προθήκη περιείχε μια πολύτιμη συλλογή από κοσμήματα αντίκες.

γυάλινη προθήκη

noun (display container made of glass)

σκληρός

noun (informal ([sb] severe, unemotional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έχω αποδείξεις, έχω στοιχεία

verbal expression (legal: have evidence)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The judge has to decide if the prosecution have a case.

έχω

verbal expression (be ill)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sue has a case of mild pneumonia.

χαμένη υπόθεση, καμένο χαρτί, τελειωμένος

noun ([sb] who is beyond help) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I tried to help her, but she is a hopeless case.

ό,τι είχα να πω το είπα

interjection (That proves my point)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So, you agree with me? Then I rest my case.

σε κάθε περίπτωση

adverb (regardless)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We will reply as soon as possible and, in any case, within 48 hours.
Θα απαντήσουμε το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση, εντός 48 ωρών.

σε περίπτωση που

conjunction (as a precaution)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take your umbrella in case it rains.
Πάρε την ομπρέλα σου σε περίπτωση που βρέξει.

σε περίπτωση που

expression (as a precaution against)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Take your umbrella with you in case of rain.

σε περίπτωση

expression (in the event of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In case of emergency, walk in an orderly fashion to the assembly point.

σε κάθε περίπτωση

adverb (in one case or the other)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Jones can play in defence or midfield, and in either case do an effective job.

σε καμία περίπτωση

adverb (not under any circumstances)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In no case should lifts be considered as means of escape in the event of a fire.

σε αυτή την περίπτωση

adverb (then)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The College may require you to provide a medical certificate, and in that case it will reimburse you any expenses involved.

σε αυτήν την περίπτωση

expression (in this instance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη συγκεκριμένη περίπτωση

adverb (in this instance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Usually I would agree with you, but in this particular case I think you are mistaken.

οργανική πτώση

noun (grammar)

θήκη cd

noun (CD case)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοσμηματοθήκη

noun (small jewellery box)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My jewel case was stolen from my luggage the last time I travelled by air.

για την περίπτωση που, σε περίπτωση που

conjunction (if it should happen that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should take an umbrella just in case it rains.
Καλό θα ήταν να πάρεις μια ομπρέλα, σε περίπτωση που βρέξει.

για παν ενδεχόμενο

adverb (for this eventuality)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
They may ask for some kind of ID, so take your passport just in case.
Ίσως ζητήσουν κάποιο είδος ταυτότητας, πάρε λοιπόν το διαβατήριό σου για παν ενδεχόμενο.

δικαστική υπόθεση, νομική υπόθεση

noun (dispute brought to a court)

πεζός

adjective (type: small, not capitalized) (γράμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Use a mixture of capital and lowercase letters in your password.
Χρησιμοποιήστε μείξη κεφαλαίων και πεζών χαρακτήρων στο συνθηματικό σας.

πεζά γράμματα

noun (small letters or type)

Please type in all lowercase.

γράφω με πεζά, γράφω με μικρά

transitive verb (write or print in lowercase letters) (με το χέρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When using letters for this outline, please make sure to lowercase them.

σημαντική υπόθεση

noun (serious crime investigation)

επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, αιτιολογώ, υπερασπίζω

verbal expression (argue in favour: of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had a tough job making a case for being a vegan.

υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω

verbal expression (argue: in favour of [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The report makes the case that current policies are inadequate.

υποστηρίζω

verbal expression (justify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill Gates made his case for boosting foreign aid.

υπόθεση φόνου

noun (murder incident)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπόθεση φόνου

noun (police, court case)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρελός, παλαβός, μουρλός

noun (slang, pejorative (insane person) (αργκό, υποτιμητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My husband, the nutcase, wants to have a fifth child.

αιτιατική

noun (grammar) (γραμματική: πτώση)

The objective indicates the object of a verb or preposition.

κατά περίπτωση

adverb (individually, on individual merits)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ξεκάθαρος

noun (figurative, informal (crime: easily solved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is an open-and-shut case of police brutality.

εύκολος

noun (figurative, informal (matter: easily solved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is an open-and-shut case to build the pipeline.

δοχείο, κουτί

noun (storage box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κασετίνα

noun (container for writing implements)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All the children had new pencil cases and new pens.
Όλα τα παιδιά είχαν καινούριες κασετίνες και καινούρια στυλό.

μαξιλαροθήκη

noun (fabric covering for a pillow)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You should change the sheets and pillow cases at least once a week.

αξιολύπητος άνθρωπος

noun ([sb] to be pitied)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andrew's such a sad case: his father beats him, his mother's on the bottle, and he has no friends either.

ατυχής περίπτωση

noun (unfortunate situation or instance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The disease will get progressively worse, I'm afraid – yes, it's a sad case indeed.

εξαίρεση, ειδική περίπτωση

noun (exception)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't usually ask you for money but this is a special case.

εκφράζω την άποψή μου

verbal expression (give your opinion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The new rules allow you to state your case for the person you're voting for.

νομική υπόθεση που δημιουργεί δικαστικό προηγούμενο

noun (court case that sets a precedent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επομένως

adverb (therefore)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
He's a convicted rapist. That being the case, he shouldn't be allowed to live anywhere where he could attack other women.

εργαλειοθήκη

noun (box for handheld instruments)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κιβώτιο μεταφοράς

noun (automotive: part of the drivetrain)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλασική περίπτωση

noun (classic example)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is a typical case of miscommunication.

κεφαλαία

noun (capital letters) (γράμματα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Use uppercase for the first letter of someone's name.

κεφαλαίος

adjective (letter: capital) (γράμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The name 'John' begins with an upper-case letter J.

κεφαλαίο γράμμα

noun (often plural (capital letter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νεσεσέρ

noun (vanity case)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I'm going to carry my vanity and handbag onto the plane.
Θα πάρω το νεσεσέρ και την τσάντα μου στο αεροπλάνο.

βαλιτσάκι για καλλυντικά

noun (box for cosmetics)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θήκη βιολιού

noun (protective carrycase for a violin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I think I may have left my violin case on the train.

χειρότερο σενάριο

noun (worst thing that could happen)

The worst-case scenario would be if the car broke down miles away from a garage.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του case στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του case

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.