Τι σημαίνει το casser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης casser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του casser στο Γαλλικά.

Η λέξη casser στο Γαλλικά σημαίνει σπάω, σπάω, σπάω, θέτω εκτός λειτουργίας, κάνω κομμάτια,εκμηδενίζω, ανατρέπω, ραγίζω, σπάω, ανακαλώ, απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα, κάνω κπ ρεζίλι, ακυρώνω, ασκώ έντονη κριτική, χωρίζω, σπάω, σπάζω, σπάω, ασκώ έντονη κριτική, προκαλώ κάταγμα σε κπ/κτ, σπάω κτ από κτ, θάβω, περικόπτω, μειώνω, σπάω, σπάζω, φεύγω ξαφνικά, τσατίζω, νευριάζω, την κάνω, παίρνω την κάτω βόλτα, σωριάζομαι, παίρνω την κατηφόρα, κουφαίνω, ξεκουφαίνω, την κάνω, τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι που κάνει πάταγο/επιτυχία/σουξέ, τα τινάζω, τα κακαρώνω, τρώω, λύνω τα μάγια, παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού, ρίχνω τις τιμές, σπάνε τα νύχια μου, τρώω τούμπα, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι, φεύγω από την πεπατημένη, ξεκωλώνομαι στη δουλειά, επισκιάζω, κάνω κπ/κτ τόπι στο ξύλο, κάνω κπ/κτ μαύρο στο ξύλο, μαυρίζω κπ στο ξύλο, σπάω κπ στο ξύλο, κάνω κπ τόπι στο ξύλο, πεθαίνω, σπάω, σπάζω, σπάω, ξοδεύομαι, κατακρίνω, θάβω, σπάω στα δύο, θρυμμάτισμα, κομμάτιασμα, τα κακαρώνω, τα τινάζω, σπάω, σπάζω, κλέβω, πρήζω, κάνω κτ με μισή καρδιά, την κάνω, κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια, δεν καταφέρνω να σκοράρω, την κάνω, σπάω, χτυπάω κπ με ποτήρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης casser

σπάω

(κομματιάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu joues au ballon dans la maison, tu vas casser quelque chose.
Αν παίξεις μπάλα μέσα στο σπίτι, θα σπάσεις κάτι.

σπάω

verbe intransitif (Billard) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand je joue au billard, j'aime bien casser.

σπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La fenêtre s'est cassée et il y a du verre par terre.
Έσπασε το παράθυρο και τώρα το πάτωμα είναι γεμάτο γυαλιά.

θέτω εκτός λειτουργίας

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Des méduses se sont coincées dans les canalisations et ont mis cassé la pompe.
Πιάστηκαν τσούχτρες στον αγωγό και έθεσαν την αντλία εκτός λειτουργίας.

κάνω κομμάτια,εκμηδενίζω

verbe transitif (figuré : critiquer) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle m'a cassé avec ses remarques cruelles.

ανατρέπω

verbe transitif (un jugement) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
M. Green a été libéré quand le tribunal a cassé sa condamnation.

ραγίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai cassé le pare-brise de ma voiture.
Ράγισα το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου.

σπάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a cassé le manche du balai.

ανακαλώ

(une décision, un contrat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le couvre-feu a été annulé après trois jours de calme.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ανακλήθηκε μετά από τρεις μέρες ησυχίας.

απομακρύνω κτ με ένα χτύπημα

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'homme a cassé un morceau du rocher avec une masse.

κάνω κπ ρεζίλι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακυρώνω

(une loi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασκώ έντονη κριτική

(figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques ont démoli ma performance.

χωρίζω

(couple, personnes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le couple s'est séparé après trois ans de relation.
Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης.

σπάω, σπάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver a fracassé la bouteille contre le mur.
Ο Όλιβερ έσπασε το μπουκάλι πάνω στον τοίχο.

σπάω

verbe transitif (και αποκόπτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασκώ έντονη κριτική

(figuré, familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαλώ κάταγμα σε κπ/κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'impact de l'accident fractura le bras de Robin.

σπάω κτ από κτ

Jason cassa une branche d'arbre pour s'en servir comme bois de chauffage.

θάβω

(figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le critique a démoli sa peinture.
Ο κριτικός τέχνης μόλις έθαψε τον πίνακα.

περικόπτω, μειώνω

(un prix, les effectifs,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La direction a considérablement réduit le budget de ce service l'année dernière, et de ce fait, certains projets ont dû être abandonnés.

σπάω, σπάζω

(un os)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan s'est cassé le bras en tombant. Janis s'est cassé deux côtes en glissant sur la glace.
Ο Άλαν έσπασε το χέρι του όταν έπεσε.

φεύγω ξαφνικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Partir au milieu d'une conversation est quelque chose qu'il fait tout le temps.
Να φεύγει ξαφνικά στο μέσο μιας συζήτησης είναι κάτι που κάνει όλη την ώρα.

τσατίζω, νευριάζω

(très familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce type me gonfle vraiment !
Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει!

την κάνω

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La police est arrivée et on a su qu'il était temps de dégager (or: de se casser).

παίρνω την κάτω βόλτα

(familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σωριάζομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω την κατηφόρα

(entreprise, santé,...) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'entreprise a décliné après avoir perdu son plus gros contrat.

κουφαίνω, ξεκουφαίνω

(figuré) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As-tu vraiment besoin de nous assourdir avec ton horrible musique ?
Δηλαδή πρέπει να μας ξεκουφάνεις με αυτή την απαίσια μουσική;

την κάνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu es prêt ? Partons.

τίποτα το ιδιαίτερο

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai bien aimé son dernier film, mais il ne casse pas trois pattes à un canard non plus.

κάτι που κάνει πάταγο/επιτυχία/σουξέ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα τινάζω, τα κακαρώνω

locution verbale (argot) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu as entendu que son grand-père a cassé sa pipe ?

τρώω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les bons amis aiment casser la croûte ensemble.

λύνω τα μάγια

(figuré)

Ne dis rien... Je ne veux pas que le charme soit rompu.

παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω τις τιμές

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beaucoup de magasins baissent leurs prix après Noël pour essayer de maintenir les ventes.

σπάνε τα νύχια μου

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρώω τούμπα

(populaire, vulgaire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι

locution verbale (fam)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φεύγω από την πεπατημένη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεκωλώνομαι στη δουλειά

verbe pronominal (vulgaire) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Marre de me crever le cul au boulot pour un salaire de misère !

επισκιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ/κτ τόπι στο ξύλο, κάνω κπ/κτ μαύρο στο ξύλο

locution verbale (figuré, familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a menacé de me casser la gueule si je ne le payais pas avant la fin de la semaine.

μαυρίζω κπ στο ξύλο, σπάω κπ στο ξύλο, κάνω κπ τόπι στο ξύλο

locution verbale (familier, vulgaire) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεθαίνω

locution verbale (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σπάω, σπάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La branche s'est cassée net sous le poids des fruits.
Το κλαδί έσπασε από το βάρος των φρούτων.

σπάω

(ενιαίο υλικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les branches avaient été endommagées par le gel et se sont brisées (or: se sont détachées) facilement.

ξοδεύομαι

(familier : dépenser beaucoup) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous avons fait une folie hier en allant manger dans un grand restaurant.
Ξοδευτήκαμε χθες το βράδυ και πήγαμε σε ένα καλό εστιατόριο.

κατακρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θάβω

(familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω στα δύο

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θρυμμάτισμα, κομμάτιασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le fait de briser un verre est une coutume de mariage juif traditionnel.

τα κακαρώνω, τα τινάζω

locution verbale (familier : mourir) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'espère casser ma pipe paisiblement dans mon sommeil à un âge respectable.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary tenait une brindille dans ses mains et l'a cassée d'un coup sec.
Η Μαίρη κρατούσε ένα κλαδάκι στα χέρια της και το έσπασε.

κλέβω

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les garçons ont réussi à se tirer avec une pomme dans chaque main avant que le fermier ne les chasse.

πρήζω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne supporte pas mon beau-père : il est constamment après moi (or: est constamment sur mon dos).
Δεν αντέχω τον πατριό μου. Πάντα με πρήζει.

κάνω κτ με μισή καρδιά

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την κάνω

verbe pronominal (familier : partir) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand les fêtards ont entendu la police arriver, beaucoup se sont barrés.
Πολλοί από όσους ήταν στο πάρτι την έκαναν, όταν άκουσαν ότι έρχεται η αστυνομία.

κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια

locution verbale (familier) (ανάλογα την περίπτωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν καταφέρνω να σκοράρω

(sport)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την κάνω

verbe pronominal (familier) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette partie craint grave, je me barre.

σπάω

verbe pronominal (voix) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω κπ με ποτήρι

(κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le voyou a frappé Steven avec un verre pour avoir renversé sa chope.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του casser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.