Τι σημαίνει το éclater στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης éclater στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του éclater στο Γαλλικά.

Η λέξη éclater στο Γαλλικά σημαίνει σκάω, παθαίνω ρήξη, ξεσπάω, ξεσπώ, σκάω, σκάω, φουντώνω, ξεσπάω, ξεσπώ, διαρρηγνύομαι, συμβαίνω στα ξαφνικά, ξεσπάω ξαφνικά, γλεντώ, διασκεδάζω, γουστάρω, ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω, πρησμένο χείλος, ξεσπάω σε κλάμματα, σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, περνάω καλά, ξεσπάω σε γέλια, ξεσπάω σε κλάματα, περνάω καλά, τα περνάω όμορφα, γελώ δυνατά/ηχηρά, αποκαλύπτομαι, γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι, γίνεται χαμός, γίνεται πανικός, βάζω τα γέλια, βάζω τα κλάματα, ξεσπάω σε κλάματα, γελάω, γελώ, λύνομαι στα γέλια, υποκύπτω σε κτ, στο προσκήνιο, το ρίχνω έξω, το καίω, τρελαίνομαι στο γέλιο, καταρρέω, τρελαίνομαι, κάνω κπ να γελάσει, κάνω κπ να ξεκαρδιστεί, πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια, κακαρίζω, η καλύτερη στιγμή της ζωής σου, ξεκαρδίζομαι στα γέλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης éclater

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bombe à eau a éclaté sur la jambe du prof.
Το μπαλόνι με το νερό έσκασε όταν χτύπησε στο πόδι του δασκάλου.

παθαίνω ρήξη

verbe intransitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Marty a été transféré à l'hôpital par ambulance après que son appendice a éclaté.
Ο Μάρτι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο όταν έπαθε ρήξη η σκωληκοειδής απόφυσή του.

ξεσπάω, ξεσπώ

verbe intransitif (guerre, dispute,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le restaurant était calme jusqu'à ce qu'une bouteille lancée fasse éclater une bagarre.
Το κλίμα στο εστιατόριο ήταν ήρεμο μέχρι που ξέσπασε καβγάς επειδή κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι.

σκάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le ballon d'eau a explosé (or: éclaté).

σκάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bulle de savon a éclaté au bout de quelques secondes.
Η σαπουνόφουσκα έσκασε μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

φουντώνω

verbe intransitif (violence) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La violence a éclaté dans le territoire disputé.
Η βία φούντωσε στην αμφισβητούμενη περιοχή.

ξεσπάω, ξεσπώ

(violence)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les attaques armées éclataient dans le pays en proie à l'agitation.
Ένοπλες διαμάχες ξέσπασαν στην ταραγμένη χώρα.

διαρρηγνύομαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un vaisseau de sang a éclaté, causant la mort subite.

συμβαίνω στα ξαφνικά, ξεσπάω ξαφνικά

verbe intransitif (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le printemps éclate dans les jardins !
Ξαφνικά ήρθε παντού η άνοιξη!

γλεντώ, διασκεδάζω

verbe pronominal (familier) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Merci pour cette super fête : on s'est éclatés !

γουστάρω

verbe pronominal (familier) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω μπουκέτο σε κπ που τον κάνει να πέσει κάτω

(αργκό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lorsqu'un membre de la foule lui a jeté un œuf, la femme politique s'est retournée pour le frapper.
Όταν κάποιος από το πλήθος έριξε ένα αυγό πάνω της, η πολιτικός γύρισε και του έριξε μια μπουνιά που τον έκανε να πέσει κάτω.

πρησμένο χείλος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ξεσπάω σε κλάμματα

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen a fondu en larmes (or: a éclaté en sanglots quand elle a entendu la triste nouvelle.

σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor est un sadique : il prend plaisir à voir souffrir les autres.

περνάω καλά

ξεσπάω σε γέλια

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ils ont éclaté de rire quand ils ont vu son costume de clown.

ξεσπάω σε κλάματα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle éclata en sanglots (or: fondit en larmes) à l'annonce du décès de son ami.

περνάω καλά, τα περνάω όμορφα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À chaque fois que je sors avec mes amis, nous nous amusons bien. // J'espère que tu t'amuseras bien en Espagne !
Όποτε βγαίνω με φίλους περνάμε καλά. Ελπίζω να τα περάσεις όμορφα στην Ισπανία!

γελώ δυνατά/ηχηρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκαλύπτομαι

locution verbale (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La vérité n'est peut-être pas encore évidente, mais tôt ou tard elle éclatera au grand jour.
Η αλήθεια δεν είναι εμφανής ακόμη αλλά με τον καιρό θα αποκαλυφθούν όλα.

γελώ δυνατά, ξεκαρδίζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cette blague m'a fait éclater de rire !

γίνεται χαμός, γίνεται πανικός

(familier, un peu vieilli) (μτφ, αργκό)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Vivement ce week-end : ça va être le pied !
Ανυπομονώ να έρθει το Σαββατοκύριακο, θα γίνει χαμός!

βάζω τα γέλια

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τα κλάματα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεσπάω σε κλάματα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γελάω, γελώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λύνομαι στα γέλια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'était tellement drôle que j'ai éclaté de rire.
Ήταν τόσο αστείο που λύθηκα στα γέλια.

υποκύπτω σε κτ

(rire, sanglots)

Les petites filles ont éclaté de rire quand elles ont vu l'homme glisser sur une plaque de verglas.

στο προσκήνιο

(μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le meurtre de Michael Brown a remis en évidence les tensions raciales.

το ρίχνω έξω, το καίω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'y a pas de mal à faire la fête de temps en temps : quelques bières ne vont pas te tuer.

τρελαίνομαι στο γέλιο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταρρέω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stella a fondu en larmes (or: a éclaté en sanglots) quand la police l'a informée de l'accident de son mari.
Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της.

τρελαίνομαι

locution verbale (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils ont marqué un but à la dernière minute et les fans ont laissé éclater leur joie.

κάνω κπ να γελάσει

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να ξεκαρδιστεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son histoire m'a fait mourir de rire !
Το ανέκδοτο που είπε με έκανε πραγματικά να ξεκαρδιστώ.

πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια

locution verbale (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le monologue de ce comique était tellement drôle que j'ai éclaté de rire.

κακαρίζω

locution verbale (μτφ, πιθανά προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bill a éclaté de rire en entendant la blague de Janet.
Ο Μπιλ γέλασε δυνατά με το αστείο της Τζάνετ.

η καλύτερη στιγμή της ζωής σου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je repense souvent à cette période et je pense que c'était le meilleur moment de ma vie.

ξεκαρδίζομαι στα γέλια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le public a éclaté de rire (or: a hurlé de rire) en entendant la blague de l'humoriste.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του éclater στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του éclater

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.