Τι σημαίνει το centro στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης centro στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του centro στο πορτογαλικά.

Η λέξη centro στο πορτογαλικά σημαίνει κέντρο, κέντρο, κέντρο, κέντρο, πυρήνας, κέντρο, ενδοχώρα, κέντρο, κόμβος, κέντρο, κέντρο, επίκεντρο, κέντρο, μέσο, από τις κεντροδυτικές πολιτείες, εμπορικό κέντρο, αναμορφωτήριο, εμπορικό κέντρο, κέντρο υγείας, Υπηρεσία Εμπορικών Προτύπων, ακριβώς στο κέντρο, ακριβώς στη μέση, στο κέντρο, στο μέσο, στο φως της δημοσιότητας, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, στο κέντρο, στο μέσο, πάνω πάνω, εν μέσω, διακοσμητικό, κέντρο της πόλης, επίκεντρο ενδιαφέροντος, το κέντρο της δράσης, επίκεντρο της προσοχής, κέντρο βάρους, φοιτητικός σύλλογος, διοικητικό κέντρο, αίθουσα μπόουλινγκ, τραπεζάκι του σαλονιού, κέντρο κοινότητας, εκθεσιακός χώρος, πολυκατάστημα, κέντρο κράτησης, κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησης, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, εμπορικό κέντρο, τουριστικό γραφείο, εντευκτήριο, κέντρο χειρισμού, ιατρείο, κέντρο αναψυχής, αθλητικές εγκαταστάσεις, σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσης, τουριστικό περίπτερο, κέντρο επισκεπτών, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, κέντρο, εμπορικό κέντρο, αθλητικό κέντρο, κέντρο φροντίδας, κέντρο αλληλεγγύης, διακοσμητικό τραπεζιού, πυρήνας μήλου, κέντρο επανένταξης, γραφείο ευρέσεως εργασίας, κέντρο, κέντρο ελέγχου, κέντρο κόστους, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, στο κέντρο, είμαι στο επίκεντρο της προσοχής, διάσημος, επιφανής, μέση οδός, αριστερίζων, με χαμηλό κέντρο βάρους, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μέσα, στο κέντρο, εμπορικό κέντρο, αναμορφωτήριο, επίκεντρο της προσοχής, κέντρο βάρους, φοιτητική εστία, φροντίδα ηιλικιωμένων,ατόμων με ειδικές ανάγκες, ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης, θέση ισχύος, χειρουργείο, επιχείρηση που προσφέρει διάφορες υπηρεσίες, στο κέντρο, στο μέσο, του κέντρου, στο κέντρο, χειρουργείο, εντατικό πρόγραμμα άσκησης, του κέντρου, πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου, από τις μεσοδυτικές πολιτείες, αστικό κέντρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης centro

κέντρο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O garoto ficou em pé no centro do círculo.
Το αγόρι στεκόταν στο κέντρο του κύκλου.

κέντρο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aquela cidade é o centro produtivo do estado.
Εκείνη η πόλη είναι το κέντρο παραγωγής της πολιτείας.

κέντρο

substantivo masculino (cidade)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No centro da cidade fica a prefeitura.
Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται το Δημαρχείο.

κέντρο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As senhoras idosas se encontraram no centro para idosos.
Οι ηλικιωμένες κυρίες συναντήθηκαν στο κέντρο ηλικιωμένων.

πυρήνας

substantivo masculino (γης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O centro da terra está milhares de quilômetros abaixo do solo.
Ο πυρήνας της γης βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια.

κέντρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O centro é sempre empolgante com tantas lojas e pessoas.
Με όλα τα μαγαζιά και τον κόσμο, το κέντρο είναι πάντα συναρπαστικό.

ενδοχώρα

(área central)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κέντρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόμβος

substantivo masculino (de atividade) (δραστηριότητας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O mercado era o centro de atividade da cidade.
Η αγορά ήταν το κέντρο της πόλης.

κέντρο

(área importante) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κέντρο

substantivo masculino (parte central da cidade)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίκεντρο

substantivo masculino (με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela gosta de estar sempre bem no centro das coisas.
Της αρέσει να είναι πάντα στο επίκεντρο των πραγμάτων.

κέντρο, μέσο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Onde quer que houvesse problemas, ele estava no meio.

από τις κεντροδυτικές πολιτείες

substantivo masculino (των ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικό κέντρο

(anglicismo, coloquial)

Nós vamos ao shopping center para procurar sapatos.
Θα πάμε να κοιτάξουμε για καινούρια παπούτσια στο εμπορικό κέντρο.

αναμορφωτήριο

(lugar corretivo para jovens delinquentes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορικό κέντρο

(anglicismo, coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Visitei dez lojas diferentes no shopping.
Πήγα σε δέκα διαφορετικά καταστήματα στο εμπορικό κέντρο.

κέντρο υγείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Υπηρεσία Εμπορικών Προτύπων

(Bras., organização de consumidores) (Ηνωμένο Βασίλειο)

ακριβώς στο κέντρο, ακριβώς στη μέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο κέντρο, στο μέσο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A área no meio é chamada de mosca.

στο φως της δημοσιότητας

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στο κέντρο, στο μέσο

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πάνω πάνω

expressão (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εν μέσω

locução prepositiva (entre alguma coisa) (με γενική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

διακοσμητικό

(ornamento) (στο κέντρο του τραπεζιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κέντρο της πόλης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίκεντρο ενδιαφέροντος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το κέντρο της δράσης

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίκεντρο της προσοχής

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O fotógrafo emoldurou a foto de forma a garantir que a flor fosse o centro das atenções.

κέντρο βάρους

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φοιτητικός σύλλογος

διοικητικό κέντρο

αίθουσα μπόουλινγκ

(BRA)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Minha aula na academia foi na pista de boliche, na semana passada, para nossa unidade sobre boliche.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με τους συμμαθητές μου πηγαίνουμε στην αίθουσα μπόουλινγκ για να παίξουμε και να διασκεδάσουμε.

τραπεζάκι του σαλονιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor, não coloque seus pés na mesinha de centro.
Σε παρακαλώ μην βάζεις τα πόδια σου στο τραπεζάκι.

κέντρο κοινότητας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εκθεσιακός χώρος

πολυκατάστημα

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Macy's é uma famosa loja de departamentos em Nova Iorque.
Το Macy's είναι ένα πασίγνωστο πολυκατάστημα στην πόλη της Νέας Υόρκης.

κέντρο κράτησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορικό κέντρο

(anglicismo: centro comercial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τουριστικό γραφείο

(centro de informações aos turistas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εντευκτήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κέντρο χειρισμού

(lugar onde algo é processado)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ιατρείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κέντρο αναψυχής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αθλητικές εγκαταστάσεις

(local para exercícios, centro de lazer)

σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσης

substantivo masculino (local de compras)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τουριστικό περίπτερο

(quiosque de informações aos turistas)

κέντρο επισκεπτών

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

(faculdade que provê preparo profissional)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κέντρο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Δε θέλω να οδηγώ στο κέντρο σε ώρες αιχμής.

εμπορικό κέντρο

αθλητικό κέντρο

substantivo masculino

κέντρο φροντίδας, κέντρο αλληλεγγύης

substantivo masculino (ευπαθών ομάδων)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διακοσμητικό τραπεζιού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πυρήνας μήλου

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κέντρο επανένταξης

(για πρώην έγκλειστους)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γραφείο ευρέσεως εργασίας

(BRA)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κέντρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esta cidade é um dos grandes pontos turísticos do mundo.

κέντρο ελέγχου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κέντρο κόστους

(finanças, negócios)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

(sigla, organismo europeu)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

στο κέντρο

locução prepositiva (localização) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Ναός του Κομφούκιου είναι στο κέντρο της πόλης.

είμαι στο επίκεντρο της προσοχής

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάσημος, επιφανής

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέση οδός

locução adjetiva (política: não extrema) (πολιτική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Οι πεποιθήσεις του αρχικά ακολουθούσαν τη μέση οδό∙ αργότερα έγιναν ριζοσπαστικές.

αριστερίζων

locução adjetiva (πολιτική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με χαμηλό κέντρο βάρους

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locução adverbial (da cidade)

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esse doce tem creme no meio.
Αυτό το γλύκισμα έχει κρέμα μέσα.

στο κέντρο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A mãe de Helena a levou de carro ao centro.
Την Έλεν την πήγε στο κέντρο η μαμά της.

εμπορικό κέντρο

(BRA, estrangeirismo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναμορφωτήριο

(BRA, menores infratores)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os campos de treinamento de recrutas são desenhados para impedir menores infratores de reincidirem.
Τα αναμορφωτήρια έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέπουν τους νεαρούς εγκληματίας από το να συνεχίσουν να διαπράττουν αδικήματα.

επίκεντρο της προσοχής

substantivo masculino (foco de interesse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A pintura foi o centro das atenções na exposição. Os Emirados Árabes Unidos foram o centro das atenções quando o maior torneio de futebol da região chegou ao país.

κέντρο βάρους

substantivo masculino (figurado: foco da atividade) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φοιτητική εστία

φροντίδα ηιλικιωμένων,ατόμων με ειδικές ανάγκες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ινστιτούτο επαγγελματικής κατάρτισης

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θέση ισχύος

(posição de controle)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χειρουργείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιχείρηση που προσφέρει διάφορες υπηρεσίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο κέντρο, στο μέσο

locução prepositiva (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

του κέντρου, στο κέντρο

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os dois amigos marcaram um encontro em um bar no centro.
Οι δυο φίλοι κανόνισαν να συναντηθούν σ' ένα μπαρ στο κέντρο.

χειρουργείο

(medicina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Não são permitidas visitas na sala de operações durante cirurgias.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Απαγορεύεται η παραμονή των επισκεπτών στο χειρουργείο κατά τη διάρκεια επεμβάσεων.

εντατικό πρόγραμμα άσκησης

(físico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne entrou no centro de treinos para perder peso.
Η Αν γράφτηκε σε ένα εντατικό πρόγραμμα άσκησης για να χάσει βάρος.

του κέντρου

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου

(telefone)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Telefone para o centro de informação para encontrar o número de telefone daquela empresa.

από τις μεσοδυτικές πολιτείες

expressão (EUA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστικό κέντρο

(figurado)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του centro στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.