Τι σημαίνει το chance στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chance στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chance στο πορτογαλικά.

Η λέξη chance στο πορτογαλικά σημαίνει ευκαιρία, πιθανότητα, προσπάθεια, απόπειρα, ελπίδα, πιθανότητες, ευκαιρία, προοπτικές, προσπάθεια, δοκιμή, ευκαιρία, ευκαιρία, γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ, αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία, με την καμία, δεν υπάρχει, με τίποτα, καταπληκτική ευκαιρία, εκπληκτική ευκαιρία, καμία πιθανότητα, παραμικρή ελπίδα, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, καμία ευκαιρία, κάποια ελπίδα/αισιοδοξία, ίσες ευκαιρίες, μεγάλη ευκαιρία, μοναδική ευκαιρία, τελευταία ευκαιρία, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, δεύτερη ευκαιρία, δεν έχω ελπίδα, έχω ελπίδα, έχω καλές πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, χάνω την ευκαιρία, είμαι καταδικασμένος, δεν έχω καμία ελπίδα, προλαβαίνω να κάνω κτ, χάνω την ευκαιρία, δεν έχω ελπίδα, κάνω μια προσπάθεια σε κτ, αποκλείεται, αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση, σιγά μη, αποκλείεται, ελάχιστες ευκαιρίες, δεν έχω την ευκαιρία, μου δίνεται ευκαιρία, δεν έχω την ευκαιρία, δεν μου δίνεται ευκαιρία, έχω ελπίδα να κάνω κτ, δεν έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, ειδοποίηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chance

ευκαιρία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Espero ter a chance de viajar.
Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ταξιδέψω.

πιθανότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A chance de chover é muito remota.
Η πιθανότητα βροχής είναι ελάχιστη.

προσπάθεια, απόπειρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tente adivinhar o que está dentro desta caixa; você tem cinco chances.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σήμερα, είχε τρία εύστοχα χτυπήματα σε τρεις προσπάθειες στο μπέιζμπολ.

ελπίδα

substantivo feminino (pequena)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O time não tem a mínima chance de ganhar agora. Nossa única chance é de que a passagem pela montanha esteja aberta; se formos por esse caminho, talvez cheguemos a tempo.

πιθανότητες

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
As chances de ganhar na loteria não são boas.

ευκαιρία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Miranda foi para Hollywood em busca de sua grande chance.

προοπτικές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Paul disse a Linda que as perspectivas dele eram boas.
Ο Παύλος είπε στη Λίντα ότι οι προοπτικές του ήταν καλές.

προσπάθεια, δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Posso fazer uma tentativa?

ευκαιρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O coquetel desta noite lhe dará uma oportunidade de conhecer o chefe.

ευκαιρία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ

Gina decidiu voltar para o marido e tentar fazer o relacionamento funcionar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Ελένη ξαναγύρισε στον πρώην άντρα της.

αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu ficaria com o emprego se tivesse a mínima chance.

με την καμία, δεν υπάρχει

interjeição (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Εγώ να κάνω ski jumping; Με την καμία!

με τίποτα

interjeição (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você quer ir comigo para a boate? Sem chance! Eu odeio dançar.
Θέλεις να έρθω μαζί σου στην ντίσκο; Με την καμία! Μισώ τον χορό!

καταπληκτική ευκαιρία, εκπληκτική ευκαιρία

Você não pode dizer não a essa oferta: é uma chance de ouro.

καμία πιθανότητα

expressão (με άρνηση)

παραμικρή ελπίδα

expressão (με άρνηση)

μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα

(quase sem possibilidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η πιθανότητα να βγάλει τόσο μεγάλο ταξίδι το παλιό μας αυτοκίνητο είναι ελάχιστη. Οι γιατροί λένε πως είναι σε κώμα και έχει μικρές πιθανότητες να ανακάμψει.

καμία ευκαιρία

(falta de oportunidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάποια ελπίδα/αισιοδοξία

(certo grau de otimismo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ίσες ευκαιρίες

(δικαιοσύνη)

Η μία ομάδα ήταν τόσο καλή που η άλλη δεν είναι καμία πιθανότητα.

μεγάλη ευκαιρία

μοναδική ευκαιρία

τελευταία ευκαιρία

μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα

substantivo feminino (pequena possibilidade)

δεύτερη ευκαιρία

δεν έχω ελπίδα

expressão verbal (estar condenado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω ελπίδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω καλές πιθανότητες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu tenho uma boa chance de ganhar a bolsa escolar esse ano.

έχω καλές πιθανότητες

locução verbal (oportunidade de ter sucesso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω την ευκαιρία

είμαι καταδικασμένος, δεν έχω καμία ελπίδα

locução verbal (estar perdido)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προλαβαίνω να κάνω κτ

(ter uma chance justa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os estorninhos se alimentam em bandos e limpam o alimentador antes que as outras espécies tenham a chance.

χάνω την ευκαιρία

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω ελπίδα

expressão (informal, figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μια προσπάθεια σε κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκλείεται

interjeição

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)

αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση

interjeição (informal) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιγά μη, αποκλείεται

(ser improvável) (ειρωνικά/καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελάχιστες ευκαιρίες

(quase sem oportunidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω την ευκαιρία

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μου δίνεται ευκαιρία

locução verbal (ganhar oportunidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω την ευκαιρία, δεν μου δίνεται ευκαιρία

locução verbal (não ter oportunidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν είχα την ευκαιρία να ελέγξω τα email μου ακόμα.

έχω ελπίδα να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχω την ευκαιρία να κάνω κτ

expressão verbal (não ter a oportunidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Essa é sua última chance de resgatar a dívida.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chance στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.