Τι σημαίνει το chamar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chamar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chamar στο πορτογαλικά.

Η λέξη chamar στο πορτογαλικά σημαίνει φωνάζω, φωνάζω, καλώ, βγάζω, λέω, φωνάζω, καλώ, αποκαλώ, θεωρώ, ξυπνάω, παρασέρνω, καλώ, προσκαλώ, καλώ, καλώ, φωνάζω, λέω φωναχτά, φωνάζω, νεύω, γνέφω, σταματάω, σταματώ, κάνω σήμα, ονομάζω, αρέσω σε κπ, καλώ για παρουσίαση, προσελκύω, καλώ, κάνω παρέα, σκουντάω, σκουντώ, καλώ, καλώ, προσκαλώ, προσκαλώ, καλώ, καλώ, φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή, τηλεφωνώ, παίρνω, αποκαλώ, ονομάζω, ξερνώ, ξερνοβολώ, ξερνάω, ξερνώ, ξερνοβολώ, ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ξερνάω, επισημαίνω, παρατηρώ, που τραβάει την προσοχή, ονομάζομαι, λέγομαι, τραβάω, τραβώ, τσιγκλάω, -, ξερνάω, κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή, εφιστώ την προσοχή σε κτ, τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα, επισημαίνω, υποπίπτει στην αντίληψη, τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμα, τραβάω την προσοχή κπ, ξερνάω, ξερνοβολάω, κάνω νόημα σε κπ για να έρθει, παραγγέλνω απ'έξω, αποκαλώ με λάθος όνομα, κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, κάνω κπ να αντιληφθεί κτ, παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη, καλώ, απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή, τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή, τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον, φωνάζω, καλώ κπ να περάσει μέσα, προσκαλώ, μιλώ κατ' ιδίαν, τραβάω την προσοχή κπ, γελοιοποιούμαι, προσκαλώ πάλι, συσκεύη που μιμείται το κελάηδισμα των πουλιών, εφιστώ την προσοχή σε κτ, κάνω θόρυβο, προκαλώ την προσοχή, κάνω φιγούρα, πουλάω μούρη, τραβώ, υπογραμμίζω, τονίζω, εστιάζω, επικεντρώνω, επισημαίνω, παρατηρώ, τραβώ την προσοχή, ξεχωρίζω, μαθαίνω κτ σε κπ, που φωνάζει, αποκαλώ κύριο, λέω κύριο, αποκαλώ κπ με το μικρό του, προσφωνώ κπ με το επίθετό του, καλώ κπ να λογοδοτήσει, οδηγώ κπ στα δικαστήρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chamar

φωνάζω

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim, sua mãe está lhe chamando.
Τζιμ, σε φωνάζει η μαμά σου.

φωνάζω

verbo transitivo (falar em voz alta) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele chamou os nomes da lista e nós os escrevemos.
Φώναξε τα ονόματα στη λίστα και εμείς τα σημειώσαμε.

καλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chame o próximo candidato, por favor.
Φώναξε τον επόμενο υποψήφιο, σε παρακαλώ.

βγάζω, λέω

verbo transitivo (dar nome) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O bebê nasce em três semanas, mas ainda não sabemos como vamos chamá-lo.
Το μωρό θα γεννηθεί σε τρεις εβδομάδες, αλλά δεν ξέρουμε πως θα την ονομάσουμε.

φωνάζω

verbo transitivo (pedir atenção)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve chamou sua esposa para ajudá-lo.

καλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deus o chamou ao celibato.
Ο Θεός τον κάλεσε για να γίνει ιερέας.

αποκαλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como ousa me chamar de trapaceiro!?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή!

θεωρώ

(κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu chamo isso de escândalo.
Λέω ότι είναι σκάνδαλο.

ξυπνάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você quer ser acordada pela manhã?
Θα ήθελες να σε ξυπνήσουμε το πρωί;

παρασέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele atraiu o galo-silvestre até a clareira.

καλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mar o estava atraindo.

προσκαλώ, καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É hora de chamar as crianças para jantar.
Είναι ώρα να καλέσουμε τα παιδιά για βραδινό.

καλώ, φωνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω φωναχτά, φωνάζω

(em voz alta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νεύω, γνέφω

verbo transitivo (σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo (με νόημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chamei um táxi para voltar para casa porque bebi demais.
Σταμάτησα ένα ταξί για να πάω σπίτι επειδή είχα πιει πολύ.

κάνω σήμα

verbo transitivo (για να σταματήσει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O porteiro vai chamar um táxi para você.

ονομάζω

verbo transitivo (dar nome a)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles vão chamar o bebê de Michael.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος.

αρέσω σε κπ

(figurado)

As luzes brilhantes de Nova York estão me chamando.
Τα ζωηρά χρώματα της Νέας Υόρκης μου αρέσουν!

καλώ για παρουσίαση

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσελκύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O número de malabarismo do palhaço atraiu uma multidão.
Τα ζογκλερικά του κλόουν προσέλκυσαν το πλήθος.

καλώ

(contatar mediante bipe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós temos que bipar o chefe porque há um problema.
Πρέπει να φωνάξουμε το αφεντικό γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα.

κάνω παρέα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando os garotos brincavam juntos, eles nunca incluíam a irmã.
Όταν βρίσκονται μαζί τα αγόρια, δεν παίζουν ποτέ την αδερφή τους.

σκουντάω, σκουντώ

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry cutucou Gary no Facebook.
Ο Χένρυ έκανε poke στον Γκάρυ στο Facebook.

καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο γιατρός κλήθηκε ξαφνικά, γι' αυτό και δεν είναι σήμερα στο ιατρείο.

καλώ, προσκαλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσκαλώ, καλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aaron está dando uma festa neste final de semana e convidou todos os amigos dele.
Ο Ααρόν κάνει πάρτυ αυτό το σαββατοκύριακο και προσκάλεσε όλους τους φίλους του.

καλώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το ξόρκι είχε σκοπό να καλέσει κάποιον δαίμονα, αλλά αυτό δεν έγινε.

φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τηλεφωνώ

verbo transitivo (telefone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos ligar para ela e ver quais são seus planos.
Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια.

παίρνω

verbo transitivo (no telefone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαλώ

(chamar alguém de algo) (κάποιον κάπως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As pessoas referem-se a Emily como "A Rainha" porque ela sempre consegue as coisas do seu jeito.
Ο κόσμος αποκαλεί την Έμιλι «Βασίλισσα», επειδή περνάει πάντα το δικό της.

ονομάζω

verbo transitivo (dar nome a)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos chamar a música de "Furtive Mission".
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο πονηρός καλόγερος βάφτισε το κοτόπουλο «ελιά», για να μπορέσει να το φάει χωρίς να χαλάσει τη νηστεία.

ξερνώ, ξερνοβολώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξερνάω, ξερνώ, ξερνοβολώ

(καθομιλουμένη: εμετός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεχωρίζω, διακρίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uau, estas cores vivas realmente se destacam.
Πωπω, αυτά τα λαμπερά χρώματα ξεχωρίζουν πραγματικά.

ξερνάω

(καθομιλουμένη, άκομψο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επισημαίνω, παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O guia turístico indicava os monumentos históricos quando o ônibus passava por eles.
Ο ξεναγός επισήμανε τα ιστορικά μνημεία καθώς το λεωφορείο περνούσε από μπροστά τους.

που τραβάει την προσοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ονομάζομαι, λέγομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meus irmãos se chamam Paul, David e Brian.
Τα αδέρφια μου λέγονται (or: ονομάζονται) Πωλ, Ντέιβιντ και Μπράιαν.

τραβάω, τραβώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O novo sinal em neon na nossa janela está realmente atraindo os clientes.

τσιγκλάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os amigos do Miguel tiveram que empurrá-lo algumas vezes para conseguir que ele se candidatasse a um novo emprego.
Οι φίλοι του Μάικ έπρεπε να τον τσιγκλήσουν μερικές φορές για να τον ωθήσουν να κάνει αίτηση για καινούρια δουλειά.

-

(BRA, gerúndio) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quem está ligando?
Ποιος είναι;

ξερνάω

(καθομ: άκομψο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφιστώ την προσοχή σε κτ

expressão verbal (salientar algo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα

(ser notável)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισημαίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποπίπτει στην αντίληψη

(επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η διεύθυνση έχει παρατηρήσει ότι πολλοί εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να παίζουν παιχνίδια.

τραβάω το μάτι, τραβάω το βλέμμα

locução verbal (atrair a atenção)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω την προσοχή κπ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξερνάω, ξερνοβολάω

(BRA, gíria) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ποιος ξέρασε στο πίσω κάθισμα;

κάνω νόημα σε κπ για να έρθει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Matilda tentou acenar para o marido dela, que estava parado do outro lado da sala.
Η Ματίλντα προσπάθησε να κάνει νόημα στον σύζυγό της για να έρθει καθώς στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου.

παραγγέλνω απ'έξω

expressão (fazer pedido pelo telefone) (φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκαλώ με λάθος όνομα

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, κάνω κπ να αντιληφθεί κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη

expressão verbal (falar em particular)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαιτώ προσοχή, αποζητώ προσοχή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβώ την προσοχή, τραβάω την προσοχή

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roupas berrantes chamam atenção.
Τα κακόγουστα ρούχα τραβούν την προσοχή.

τραβάω την προσοχή, τραβάω το ενδιαφέρον

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωνάζω

locução verbal (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλώ κπ να περάσει μέσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσκαλώ

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele chamou-a para sair.
Της ζήτησε να βγουν.

μιλώ κατ' ιδίαν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω την προσοχή κπ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γελοιοποιούμαι

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσκαλώ πάλι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συσκεύη που μιμείται το κελάηδισμα των πουλιών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εφιστώ την προσοχή σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω θόρυβο

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

προκαλώ την προσοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω φιγούρα, πουλάω μούρη

(ανεπ: αυτοπροβάλλομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela o puxou de lado e teve uma conversa em voz baixa sobre o comportamento dele.
Τον τράβηξε στην άκρη και έκαναν μια ήρεμη κουβέντα για τη συμπεριφορά του.

υπογραμμίζω, τονίζω, εστιάζω, επικεντρώνω

expressão (enfatizar, sublinhar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επισημαίνω, παρατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele chamou a atenção para o erro na tradução dela.
Επισήμανε το λάθος στη μετάφρασή της.

τραβώ την προσοχή

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεχωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O moicano azul do rapaz chamava atenção nos escritórios da empresa.
Η μπλε μοϊκάνα του νεαρού ξεχωρίζει στο εταιρικό περιβάλλον του γραφείου.

μαθαίνω κτ σε κπ

expressão verbal

Sua irmã primeiro chamou sua atenção para os Beatles.

που φωνάζει

expressão verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bill tendia a vestir a camisa de um jeito que chamava muita atenção.

αποκαλώ κύριο, λέω κύριο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μη μου μιλάς στον πληθυντικό! Δεν είμαι και τόσο μεγάλος.

αποκαλώ κπ με το μικρό του

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσφωνώ κπ με το επίθετό του

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pare de me chamar pelo sobrenome. Eu respondo por John, não por Smith!

καλώ κπ να λογοδοτήσει

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδηγώ κπ στα δικαστήρια

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chamar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του chamar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.