Τι σημαίνει το chanter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chanter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chanter στο Γαλλικά.

Η λέξη chanter στο Γαλλικά σημαίνει τραγουδώ, τραγουδάω, τραγουδώ, κελαηδάω, κελαηδώ, τραγούδι, λαλάω, λαλώ, εξυμνώ, εκθειάζω, επαινώ, κελαηδάω, επαινώ, εξυμνώ, δοξάζω, αυτοέπαινος, τραγουδώ σωστά, τραγουδάω μπλουζ, ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, πλέκω το εγκώμιο, κοκορεύομαι, τραγουδάω play back, τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά, τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας, επιδοκιμάζω, τραγουδώ δυνατά, τραγούδι, τραγουδώ, τραγουδάω κτ play back, τραγουδώ για κπ, εναρμονίζομαι, λέω με μια φωνή, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εναρμονίζομαι με κτ, βρίζω, τραγούδι με παρτιτούρα, νανουρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chanter

τραγουδώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vous avez une belle voix et devriez chanter plus souvent.
Έχεις υπέροχη φωνή! Πρέπει να τραγουδάς συχνότερα.

τραγουδάω, τραγουδώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils se sont levés et ont chanté l'hymne national.
Σηκώθηκαν όρθιοι και έψαλαν τον εθνικό ύμνο.

κελαηδάω, κελαηδώ

(oiseaux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les oiseaux chantent dans les arbres.

τραγούδι

verbe intransitif

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle entra dans la pièce et se mit à chanter.
Μπήκε στο δωμάτιο και άρχισε το τραγούδι.

λαλάω, λαλώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Charles se réveille toujours quand le coq se met à chanter.
Ο Τσαρλς πάντα ξυπνά όταν ο κόκκορας αρχίσει να λαλεί.

εξυμνώ, εκθειάζω, επαινώ

verbe transitif (les mérites, les avantages)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κελαηδάω

(oiseau)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επαινώ, εξυμνώ, δοξάζω

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυτοέπαινος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τραγουδώ σωστά

Il ne chante pas juste : chaque note qu'il chante est fausse.
Δεν μπορεί να τραγουδήσει σωστά. Κάθε νότα που τραγουδά είναι λάθος.

τραγουδάω μπλουζ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon père aime tellement la musique qu'il se met à chanter au milieu d'une conversation.

τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dans le dernier couplet, il a chanté faux.

πλέκω το εγκώμιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοκορεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραγουδάω play back

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά

locution verbale

Je chante les révoltes qui m'étouffent parfois, Timide ou désinvolte, je les chante à mi-voix. (G. Moustaki)

τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιδοκιμάζω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les enseignants ont chanté les louanges (or: ont fait l'éloge) du nouveau contrat.

τραγουδώ δυνατά

J'aime chanter des chansons pop à tue-tête quand je conduis.

τραγούδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τραγουδώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραγουδάω κτ play back

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai été très déçu de voir que le chanteur ne faisait que chanter en play-back.

τραγουδώ για κπ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εναρμονίζομαι

(Musique) (μουσική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λέω με μια φωνή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'assemblée a chanté en chœur "Amen" à la fin de la prière.
Το εκκλησίασμα είπε με μια φωνή «Αμήν» στο τέλος της προσευχής.

εγκωμιάζω, εκθειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques s'extasient sur ce nouveau film.
Οι κριτικοί εγκωμιάζουν (or: εκθειάζουν) τη νέα ταινία.

εναρμονίζομαι με κτ

(son)

Sa voix s'accorde parfaitement avec celle de sa partenaire.

βρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les enfants ne devraient pas injurier (or: insulter) leurs parents.
Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν άσχημα στους γονείς τους.

τραγούδι με παρτιτούρα

locution verbale (Musique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νανουρίζω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chanter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του chanter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.