Τι σημαίνει το chez στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chez στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chez στο Γαλλικά.

Η λέξη chez στο Γαλλικά σημαίνει για, με, μεταξύ, με, υπόψιν, υπόψιν, στο σπίτι του, σπίτι, σπίτι, της πατρίδας, και ο πρώτος, που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι, σπίτι, σπίτι, σπίτι, γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι, πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο, επισκέπτομαι, φούρνος, συνοδεύω, τρελά, καλώ, προσκαλώ, μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου, κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι, έξω από τα νερά μου, προς το σπίτι, πίσω, στο σπίτι, μακριά από το σπίτι, σπίτι μου σπιτάκι μου, μακριά από το σπίτι, Να περνάς καλά, Καλά να περνάς, διανυκτέρευση ενός παιδιού στο σπίτι ενός φίλου, ενεχυροδανειστήριο, πάρτυ, πάρτι, καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ, πατρικό, το σπίτι σου, κομμωτήριο, γραφείο, αίθουσα προβολών, χώρος του πελάτη, εξοπλισμός στο χώρο του πελάτη, ραντεβού με το γιατρό, ραντεβού στο γιατρό, ιατρείο, ραντεβού στον γιατρό, ένστικτο μετανάστευσης, πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι, κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους, πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι, φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, βολεύομαι, έχω τραπεζικό λογαριασμό, κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος, κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι, xάνω την εκτίμηση, είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, δεν είμαι πια δημοφιλής, φτάνω σπίτι, εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι, έρχομαι, ζω σε/στο, περνάω, περνώ, μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι, κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου, τρώω στο σπίτι, περνάω, περνώ, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, κάνω μια στάση σε κτ, περνάω, προσκαλώ κπ στο σπίτι μου, καλώ κπ στο σπίτι μου, ανηλίκου, με τοπικά προϊόντα, πίσω, δίπλα σε κπ/κτ, στην περιοχή μου, Σαν στο σπίτι σου!, άτομο που κπ έχω στείλει, το σπίτι σου, φυλακισμένος, μανάβικο, γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα, έχω πιστωτικό λογαριασμό, γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ, μου έρχεται από μόνο του, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, είμαι στέλεχος, περνάω από κπ, απομονωμένος, περίγυρος, κύκλος, έχω απήχηση, μένω σε, χώνομαι σε κπ, μοιράζω φυλλάδια σε κπ/κτ, επισκέπτομαι, σπίτι, πηγαίνω, πάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chez

για

préposition (entreprise)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
John travaille chez IBM, où il est directeur de marketing.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατέρας μου εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία.

με

L'enfant est avec son oncle pendant que ses parents sont en vacances.
Το παιδί είναι στο θείο του όσο οι γονείς του είναι σε διακοπές.

μεταξύ

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Leur musique est populaire parmi (or: chez) les étudiants.
Η μουσική τους είναι δημοφιλής μεταξύ των φοιτητών.

με

préposition

Nous sommes clients à la Citibank depuis des années.
Συνεργαζόμαστε χρόνια με τη Citibank.

υπόψιν

(correspondance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Envoyez le paquet « chez Jeremy Walters », s'il vous plaît.

υπόψιν

(sur une enveloppe)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu peux envoyer une lettre chez ma mère : elle me la fera parvenir.

στο σπίτι του

préposition

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπίτι

(νοικοκυριό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sa maison est toujours pleine de bruit et de bonne humeur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο.

σπίτι

(προς το σπίτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rentrons à la maison (or: Rentrons).
Πάμε σπίτι.

της πατρίδας

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À l'étranger, c'est bien de trouver un journal de chez soi de temps à autres.

και ο πρώτος

(fam) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette chanson est super !

που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι

(voyage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a trois salles de bains dans leur nouvelle maison.
Το καινούριο τους σπίτι έχει τρία μπάνια.

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπίτι

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυρίζω σπίτι, γυρνάω σπίτι, έρχομαι σπίτι

Et tu rentres tout de suite après les cours, jeune homme !

πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais te conduire à l'aéroport.

επισκέπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φούρνος

(ψωμί: φτιάχνει και πουλά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai demandé à George de faire une halte à la boulangerie pour acheter une miche.
Ζήτησα από τον Τζωρτζ να σταματήσει στον φούρνο και να πάρει ένα καρβέλι ψωμί.

συνοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais accompagner ma mère au magasin.
Θα πάω τη μητέρα μου στο μαγαζί.

τρελά

(familier, jeune) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce mec là-bas est grave cool !

καλώ, προσκαλώ

(des personnes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons du monde à dîner demain.

μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura a toujours voulu rentrer chez elle depuis qu'elle a quitté la maison.
Η Λώρα νιώθει νοσταλγία για το σπίτι της από τότε που μετακόμισε.

κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξω από τα νερά μου

adverbe (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le jeune homme, qui venait d'une petite ville, ne s'est pas senti chez lui à New York.
Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου.

προς το σπίτι

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πίσω

locution adverbiale (στην χώρα καταγωγής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La vie qu'elle menait chez elle en Australie manquait à Doris.

στο σπίτι

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai laissé mon portefeuille chez moi.
Άφησα το πορτοφόλι μου στο σπίτι.

μακριά από το σπίτι

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il commençait à neiger et j'étais encore à une heure de chez moi.

σπίτι μου σπιτάκι μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακριά από το σπίτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Να περνάς καλά, Καλά να περνάς

interjection (ironique) (με ειρωνική έννοια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διανυκτέρευση ενός παιδιού στο σπίτι ενός φίλου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les garçons font une soirée pyjama chez Chris.
Τα αγόρια θα κοιμηθούν το βράδυ στο σπίτι του Κρις.

ενεχυροδανειστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάρτυ, πάρτι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Nous sommes allés à une fête hier. Je n'ai pas pu dormir car les voisins faisaient une soirée et ont fait du bruit.

καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πατρικό

locution adverbiale

το σπίτι σου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'est ta maison : tu es chez toi.

κομμωτήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραφείο

nom masculin (μέσα στο σπίτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a fermé la porte de son bureau chez elle pour ne plus entendre le bruit des enfants.

αίθουσα προβολών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χώρος του πελάτη

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il serait souhaitable que cette réunion ait lieu chez le client.

εξοπλισμός στο χώρο του πελάτη

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ραντεβού με το γιατρό, ραντεβού στο γιατρό

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai (un) rendez-vous chez le médecin demain et un autre chez le dentiste le lendemain.

ιατρείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Πήγα στον γιατρό για μια εξέταση προστάτη.

ραντεβού στον γιατρό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ένστικτο μετανάστευσης

nom féminin (Ornithologie) (πουλί)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Les garçons font une soirée pyjama chez Chris.

κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La fête est finie, il est l'heure de rentrer.
Το πάρτι τελείωσε, είναι ώρα να πάω σπίτι.

φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À dix-sept ans, elle est partie de chez elle pour aller à l'université dans une autre province.

κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βολεύομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entrez, je vous en prie, et faites comme chez vous.
Πέρασε μέσα σε παρακαλώ και βολέψου!

έχω τραπεζικό λογαριασμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai un compte chez Lloyds.

κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος

locution verbale (ως ξένος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un repas chaud me fait sentir chez moi quand je rentre du travail.

κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je suis resté chez moi aujourd'hui car je ne me sentais pas bien.

xάνω την εκτίμηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est un village très accueillant : je m'y sens à l'aise (or: je m'y sens chez moi).
Αυτό το χωριό είναι τόσο φιλόξενο, που αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου.

δεν είμαι πια δημοφιλής

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω σπίτι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je viens juste d'arriver du travail.
Μόλις έφτασα σπίτι από τη δουλειά. Τηλεφώνησέ μου όταν φτάσεις σπίτι.

εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έρχομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu passes chez moi (or: à la maison) plus tard, on peut faire nos devoirs ensemble.
Αν περάσεις αργότερα, μπορούμε να κάνουμε μαζί τα μαθήματά μας.

ζω σε/στο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
George vit chez sa mère parce qu'il n'a pas encore les moyens de louer un appartement.

περνάω, περνώ

(κάνω ανεπίσημη επίσκεψη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter est passé plus tôt dans l'après-midi.
Πέρασε ο Πίτερ νωρίτερα το απόγευμα.

μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avec cette grippe, vous feriez mieux de rester chez vous pour ne pas propager les microbes.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχε κρύο και φύσαγε και έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε σπίτι.

κοιμάμαι στο σπίτι κάποιου άλλου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρώω στο σπίτι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand j'irai en ville, il faudra que je fasse un saut chez mes parents.

κάνω μια στάση σε κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω

(κάνω ανεπίσημη επίσκεψη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Matilda adore passer chez ses amis à l'improviste.
Στη Ματίλντα αρέσει να περνάει από τους φίλους της χωρίς προειδοποίηση.

προσκαλώ κπ στο σπίτι μου, καλώ κπ στο σπίτι μου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανηλίκου

(σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με τοπικά προϊόντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίσω

(avec verbes "rentrer, revenir,…")

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Steve nous a ramenés chez nous après la fête.

δίπλα σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην περιοχή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Σαν στο σπίτι σου!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ici, on ne fait pas de cérémonies, alors fais comme chez toi !
Δεν είμαστε πολύ τυπικοί εδώ πέρα - Σαν στο σπίτι σου!

άτομο που κπ έχω στείλει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai une commission pour toutes les personnes référées (or: envoyées) qui s'inscrivent.

το σπίτι σου

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυλακισμένος

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ο Μπομπ ζούσε ασκητικά σαν φυλακισμένος, έχοντας επιλέξει την απομόνωση από την κοινωνία.

μανάβικο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa avait passé cinq ans à l'étranger et avait hâte de rentrer (or: de rentrer chez elle).
Η Λίζα πέρασε πέντε χρόνια δουλεύοντας στο εξωτερικό και ανυπομονούσε να γυρίσει στην πατρίδα της.

έχω πιστωτικό λογαριασμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι ξαφνικά επιτυχία σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου έρχεται από μόνο του

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ

(+ lieu, ville, pays masculin)

Je vais à Londres cet été. // Robert va au marché tous les samedi matin.
Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά.

είμαι στέλεχος

(dans une entreprise) (με γενική: όχι για άτομο)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Είμαι στέλεχος της ομάδας πωλήσεων.

περνάω από κπ

(familier) (καθομιλουμένη)

απομονωμένος

(λόγω αναπηρίας, ηλικίας)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'association livre des repas et des vivres aux personnes isolées comme les personnes âgées malades.
Το φιλανθρωπικό ίδρυμα διανέμει γεύματα και είδη παντοπωλείου σε απομονωμένα άτομα, όπως άρρωστους ηλικιωμένους.

περίγυρος, κύκλος

nom masculin (figuré) (μτφ: συνήθως άνθρωποι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έχω απήχηση

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ses idées ont fait écho chez son auditoire d'universitaires.

μένω σε

Je loge chez mon cousin en attendant que les travaux soient finis chez moi.

χώνομαι σε κπ

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

μοιράζω φυλλάδια σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι υποψήφιοι μοίρασαν φυλλάδια σε κάθε σπίτι της περιοχής.

επισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπίτι

préposition

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On va chez moi ou chez toi ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλετε να έρθετε σε μένα απόψε ή προτιμάτε να βγούμε έξω;

πηγαίνω, πάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chez στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του chez

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.