Τι σημαίνει το meilleur στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης meilleur στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του meilleur στο Γαλλικά.

Η λέξη meilleur στο Γαλλικά σημαίνει καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, καταλληλότερος, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, κορυφαίος, βελτιωμένος, κορυφαίος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, ο καλύτερος, ο κορυφαίος, καλύτερος, καλύτερος, καλύτερος, κορυφαίος, που είναι υψηλά στην κατάταξη, καλύτερος από, ανώτερος από, νικώ, κερδίζω, ο καλύτερος, καλύτερος, φιλικός, αμέσως καλύτερος, επιλαχών, πολύ καλύτερος, το καλύτερο δυνατόν, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, ακόμα καλύτερος, στα εύκολα και στα δύσκολα, για καλό και για κακό, στην καλύτερη περίπτωση, ο καλύτερος δυνατός, με τον καλύτερο τρόπο, ας νικήσει ο καλύτερος, η δεύτερη επιλογή, ουρανός, παράδεισος, καλύτερος φίλος, επιστήθιος φίλος, καλύτερος φίλος, βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας, υψηλή βαθμολογία, κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση, άριστο παράδειγμα, ιδανικό παράδειγμα, κορυφαίος σκόρερ, πρώτος σκόρερ, φόρος τιμής που αποτίεται στον άρχοντα με τον θάνατο υποτελούς, αριστούχος, φίλοι για πάντα, κολλητή, άσπονδος φίλος, άσπονδη φίλη, αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ, κάνω το καλύτερο που μπορώ, ρίχνω καλύτερη βολή, πολύ καλύτερος, καλύτερος από κτ/κπ, η καλύτερη ώρα, η καλύτερη στιγμή, η ιδανικότερη ώρα, η ιδανικότερη στιγμή, υγιεινός, αντιμετωπίζω πιο θετικά, η καλύτερη στιγμή της ζωής σου, πολυτιμότερος παίκτης, είμαι πρώτος, έρχομαι πρώτος, είμαι καλύτερος από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης meilleur

καλύτερος

adjectif (comparatif : niveau) (ανώτερος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est meilleur que moi au tennis.
Είναι καλύτερος (or: πιο καλός) στο τένις από εμένα.

καλύτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce travail est meilleur que le dernier que tu as écrit.
Αυτή η έκθεση είναι καλύτερη από την προηγούμενη που έγραψες.

καλύτερος

adjectif (plus vertueux)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle est meilleure qu'eux tous.

καλύτερος, καταλληλότερος

adjectif (préférable, mieux adapté)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le candidat C est meilleur que la candidate F pour ce poste.

που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est notre meilleur modèle, pour les clients les plus exigeants.

βελτιωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les professeurs de Neil sont contents de ses meilleurs notes.

κορυφαίος, καλύτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul Robeson était la meilleure basse de son siècle.
Ο Πωλ Ρόμπεσον ήταν ένας από τους καλύτερους βαθύφωνους του εικοστού αιώνα.

καλύτερος

adjectif (goût)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le meilleur gâteau est celui avec une cerise sur le dessus.

καλύτερος

adjectif (superlatif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est le meilleur film que j'aie jamais vu.
Αυτή είναι η καλύτερη (or: πιο καλή) ταινία που έχω δει.

ο καλύτερος, ο κορυφαίος

Steve a travaillé dur et longtemps pour être le meilleur.

καλύτερος

adjectif (πιο κατάλληλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est le meilleur candidat pour ce poste.
Είναι ο καλύτερος (or: πιο καλός) υποψήφιος για τη δουλειά.

καλύτερος

adjectif (πιο συμφέρων)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelle est la meilleure chose à faire maintenant ?
Ποιο είναι το καλύτερο (or: πιο καλό) πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε τώρα;

καλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το ανώτερης ποιότητας προϊόν είναι το πιο ακριβό.

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που είναι υψηλά στην κατάταξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύτερος από, ανώτερος από

(personne, nourriture,...)

νικώ, κερδίζω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après s'être entraîné tous les jours, Marc a battu sa sœur au tennis.
Μετά από καθημερινή προπόνηση, ο Μαρκ τα πήγε καλύτερα από την αδελφή του στον τελευταίο τους αγώνα τένις.

ο καλύτερος

adjectif

Qui est le meilleur chanteur d'opéra de tous les temps ?
Ποια είναι η καλύτερη τραγουδίστρια όπερας όλων των εποχών;

καλύτερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les pommes sont meilleures pour la santé que les cheeseburgers.
Τα μήλα είναι καλύτερα για σένα από τα τσίζμπεργκερ.

φιλικός

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis toujours ton meilleur pote quand tu veux m'emprunter de l'argent.

αμέσως καλύτερος, επιλαχών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le coureur a réussi son deuxième meilleur temps cette année pour le marathon.

πολύ καλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το καλύτερο δυνατόν

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

ακόμα καλύτερος

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ton gâteau est encore meilleur que celui que fait ma grand-mère.

στα εύκολα και στα δύσκολα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tony a toujours pris au sérieux son vœu d'aimer sa femme dans la maladie et la bonne santé.

για καλό και για κακό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils ont décidé de se marier pour le meilleur et pour le pire.

στην καλύτερη περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cela ne sera pas prêt avant demain au mieux.
Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο.

ο καλύτερος δυνατός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με τον καλύτερο τρόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ας νικήσει ο καλύτερος

interjection

Bonne chance à tous et que le meilleur gagne !

η δεύτερη επιλογή

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ουρανός, παράδεισος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Après la mort de son mari, Rachel se rassurait en se disant qu'il était parti pour un monde meilleur.

καλύτερος φίλος, επιστήθιος φίλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les filles étaient les meilleures amies du monde jusqu'au jour où elles ont flashé sur le même mec.

καλύτερος φίλος

Mon chien est mon meilleur ami.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πάντα τηλεφωνώ την κολλητή μου όταν έχω προβλήματα.

βραβείο καλύτερου εκπροσώπου ράτσας

nom masculin (récompense canine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υψηλή βαθμολογία

(Éducation) (εξέταση)

κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση

adverbe

J'étais au meilleur de ma forme quand j'avais 30 ans.

άριστο παράδειγμα, ιδανικό παράδειγμα

nom masculin

κορυφαίος σκόρερ, πρώτος σκόρερ

nom masculin (Football, Handball)

φόρος τιμής που αποτίεται στον άρχοντα με τον θάνατο υποτελούς

(Histoire : droit féodal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αριστούχος

(université surtout)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

φίλοι για πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλητή

άσπονδος φίλος, άσπονδη φίλη

(καθομιλουμένη)

αξιοποιώ κτ όσο καλύτερα μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω το καλύτερο που μπορώ

ρίχνω καλύτερη βολή

(Sports) (αθλητισμός)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολύ καλύτερος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Vos chances de décrocher un emploi seront bien meilleures si vous avez des compétences en informatique.
Οι πιθανότητες να βρεις δουλειά είναι πολύ μεγαλύτερες αν έχεις δεξιότητες χρήσης υπολογιστών.

καλύτερος από κτ/κπ

Cette voiture est supérieure à celle-ci parce qu'elle est plus aérodynamique et économe.
Εκείνο το αυτοκίνητο είναι καλύτερο από αυτό εδώ επειδή είναι πιο αεροδυναμικό και πιο οικονομικό στην κατανάλωση βενζίνης.

η καλύτερη ώρα, η καλύτερη στιγμή, η ιδανικότερη ώρα, η ιδανικότερη στιγμή

nom masculin (ώρα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Début octobre est le meilleur moment pour observer la couleur des feuilles automnales dans le Wisconsin.

υγιεινός

(δραστηριότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La natation est-elle meilleure pour la santé que le cyclisme ?

αντιμετωπίζω πιο θετικά

locution verbale (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je le verrais d'un meilleur œil s'il était plus relax.

η καλύτερη στιγμή της ζωής σου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je repense souvent à cette période et je pense que c'était le meilleur moment de ma vie.

πολυτιμότερος παίκτης

(Sports)

είμαι πρώτος, έρχομαι πρώτος

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
L'élève a été le meilleur de sa classe.
Ο μαθητής ήρθε πρώτος στην τάξη του.

είμαι καλύτερος από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του meilleur στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του meilleur

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.