Τι σημαίνει το clair στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης clair στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του clair στο Γαλλικά.

Η λέξη clair στο Γαλλικά σημαίνει σαφής, ανοιχτός, απαλός, φωτεινός, καθαρός, βέβαιος, σίγουρος, καθαρός, καθαρά, ξεκάθαρα, σαφής, ευκρινής, ξεκάθαρος, ανοιχτόχρωμος, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, λευκός, ευκρινής, σαφής, κατηγορηματικός, σαφής, ακριβής, διαυγής, σαφής, ξεκάθαρος, λαγαρός, ξεκάθαρος, σαφής, αποφασιστικός, καθαρός, προφανής, σαφής, σαφής, εμφανής, διαυγής, κρυστάλλινος, προφανής, εμφανής, εμφανής, προφανής, οφθαλμοφανής, σαφής, ξεκάθαρος, ξεκάθαρος, ολοφάνερος, αραιός, δυσνόητος, μπερδεμένος, κιαροσκούρο, μπερδεμένος, φεγγαρόλουστος, μη κρυσταλλικός, μη εμφανής, μη προφανής, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, ευδιόρατος, καθάριος, πεντακάθαρος, πολύ φωτεινός, ωχρός, χλωμός, Αυτό ξαναπέστο!, σεληνόφως, φεγγαρόφωτο, αλέκτωρ, ανοιχτό καστανό, φουντουκί, απλό κείμενο, ανοιχτό καφέ, απαλό πράσινο, σκέτος ζωμός, σκούρο ξανθό, ανοιχτόχρωμος σφένδαμος, χυλός, ξεκαθαρίζω, άτονα, καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, προφανής, πασιφανής, ανοιχτό καστανό, φουντουκί, πολύ ανοιχτόχρωμος, ξεκάθαρος, καστανό, καστανοκόκκινο, που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, νυχτερινός, φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα, σκούρος ξανθός, σαφής, ξεκάθαρος, καστανοκόκκινο άλογο, καστανόχρωμο άλογο, σεληνόφως, έχω πάρει χαμπάρι κπ, που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, καταλαβαίνω, περίεργος, παράξενος, πιο ανοιχτόχρωμος, πιο ανοιχτός, που έχει ήδη ξεκαθαριστεί, ανοιχτόχρωμος, ανοιχτός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης clair

σαφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le message de la nouvelle loi est clair.
Το μήνυμα του νέου νόμου είναι ξεκάθαρο (or: σαφές).

ανοιχτός, απαλός

adjectif (couleur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As-tu vu ma chemise bleu clair ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα σε ανοιχτό (or: απαλό) γκρι χρώμα.

φωτεινός

adjectif (couleur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un joli bleu, bien clair.

καθαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ses yeux étaient bleu clair.

βέβαιος, σίγουρος

adjectif (familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les soldats sont clairs sur leur mission.

καθαρός

adjectif (ciel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ciel est clair (or: dégagé) aujourd'hui.

καθαρά, ξεκάθαρα

(voir)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Par jour de brouillard épais, on ne voit pas très bien ce qui se passe sur la route.
Όταν έχει πυκνή ομίχλη, δε φαίνονται καθαρά οι κίνδυνοι στον δρόμο.

σαφής, ευκρινής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκάθαρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτόχρωμος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La jeune fille écossaise avait une belle peau claire.
Η Σκοτσέζα είχε ωραίο ανοιχτόχρωμο δέρμα.

ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, λευκός

(peau)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alfie a une peau très claire et doit se méfier du soleil.
Ο Άλφι έχει πολύ ανοιχτόχρωμο δέρμα και πρέπει να προσέχει να μην καεί από τον ήλιο.

ευκρινής, σαφής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le professeur a donné une explication claire pour son argument.

κατηγορηματικός, σαφής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La société a répondu aux allégations par un démenti clair.

ακριβής

adjectif (vue, vision)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαυγής

adjectif (liquide) (υγρό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαφής, ξεκάθαρος

(réponse, cas,...) (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un cas clair et net de fraude.

λαγαρός

adjectif (figuré) (μτφ: διαυγής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκάθαρος, σαφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons besoin d'une réponse claire dès que possible.
Χρειαζόμαστε μια ξεκάθαρη (or: σαφή) απάντηση το συντομότερο δυνατόν.

αποφασιστικός

(απόλυτος, βέβαιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le parti a remporté une nette majorité aux élections locales.
Στις τοπικές εκλογές το κόμμα επικράτησε με αποφασιστική πλειοψηφία.

καθαρός

adjectif (esprit) (μτφ: μυαλό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προφανής, σαφής

(apparent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il était évident qu'elle était en colère à propos de ce choix.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έκανε μπαμ ότι είχε στενοχωρηθεί πολύ.

σαφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous leur avons donné la consigne explicite de signaler toute violation du règlement.
Τους δώσαμε ξεκάθαρες οδηγίες να αναφέρουν οποιαδήποτε παραβίαση κανόνα.

εμφανής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y avait des signes visibles de lutte près du corps.
Υπήρχαν εμφανή σημάδια πάλης κοντά στο πτώμα.

διαυγής

(transparent : air...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρυστάλλινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les arbres jaunes entourant la mare se réfléchissaient sur l'eau cristalline.

προφανής, εμφανής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Au fil des jours, il devenait de plus en plus apparent que Darla n'était pas vraiment enceinte.
Καθώς περνούσε ο καιρός, ήταν εμφανές ότι η Ντάρλα δεν ήταν στην πραγματικότητα έγκυος.

εμφανής, προφανής, οφθαλμοφανής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il me semble évident que tu n'as jamais lu le livre.
Είναι ολοφάνερο ότι ποτέ δε διάβασες το βιβλίο.

σαφής, ξεκάθαρος

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκάθαρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολοφάνερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il était évident (or: clair) qu'elle n'allait pas à son travail.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τρύπα στο γόνατο του παντελονιού μου φαίνεται πανεύκολα.

αραιός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La soupe est un peu trop liquide. Elle ne devrait pas avoir autant d'eau.

δυσνόητος, μπερδεμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κιαροσκούρο

nom masculin (τέχνη)

μπερδεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Vu comme le manuel était confus, de nombreux étudiants ont échoué à l'examen.
Επειδή το σχολικό βιβλίο είναι δυσνόητο, πολλοί μαθητές απέτυχαν στο διαγώνισμα.

φεγγαρόλουστος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη κρυσταλλικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη εμφανής, μη προφανής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après sa chute, les bosses sur sa tête étaient bien visibles.
Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι.

ευδιόρατος, καθάριος

(κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πεντακάθαρος

(figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ φωτεινός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωχρός, χλωμός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Αυτό ξαναπέστο!

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- Ce nouveau gadget est génial. - Tu l'as dit !

σεληνόφως, φεγγαρόφωτο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Après le dîner, le couple est allé se promener au clair de lune.

αλέκτωρ

nom masculin (coq) (λόγιο, παλαιό: κόκκορας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανοιχτό καστανό, φουντουκί

nom masculin (cheveux) (χρώμα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλό κείμενο

nom masculin (cryptographie)

ανοιχτό καφέ

nom masculin invariable

Le vieux sac de cuir était devenu marron clair.
Η παλιά δερμάτινη τσάντα ξεθώριασε και τώρα έχει χρώμα ανοιχτό καφέ.

απαλό πράσινο

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκέτος ζωμός

nom masculin

σκούρο ξανθό

nom masculin

ανοιχτόχρωμος σφένδαμος

nom masculin

χυλός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξεκαθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Personne ne rentrera chez lui tant que nous n'aurons pas fait la lumière sur toute l'affaire et découvert qui a donné l'ordre de vendre les actions.

άτονα

adjectif (cheveux) (μαλλιά: χαρακτηριστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je me teins les cheveux en noir parce que je n'aime pas leur couleur naturelle châtain clair.

καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής

adjectif (message)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les électeurs ont envoyé un message clair et fort en faveur de la réforme.

προφανής, πασιφανής

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ήταν προφανές (or: πασιφανές) για μένα ότι η πρωθυπουργός δεν είχε την πρόθεση να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της.

ανοιχτό καστανό, φουντουκί

adjectif invariable (cheveux)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a les cheveux châtain clair.

πολύ ανοιχτόχρωμος

adjectif

ξεκάθαρος

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καστανό, καστανοκόκκινο

nom masculin (couleur)

La robe du cheval était d'un alezan clair.

που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νυχτερινός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La croisière en bateau au clair de lune était très romantique.

φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα

Quand il s'est mis à me demander de l'argent, ses vraies intentions sont apparues en pleine lumière.

σκούρος ξανθός

adjectif invariable (cheveux) (μαλλιά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σαφής, ξεκάθαρος

locution adjectivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le rapport est rédigé de manière claire et précise.
Η αναφορά είναι γραμμένη με έναν ξεκάθαρο τρόπο.

καστανοκόκκινο άλογο, καστανόχρωμο άλογο

nom masculin (cheval)

Un alezan clair et un cheval pie galopaient à travers le champ.

σεληνόφως

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έχω πάρει χαμπάρι κπ

préposition

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tous les autres sont charmés par ce beau parleur, mais moi, je vois clair dans son jeu !

που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά

locution adjectivale (personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περίεργος, παράξενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a quelque chose de bizarre (or: louche) chez cet homme là-bas.

πιο ανοιχτόχρωμος, πιο ανοιχτός

locution adjectivale (couleur)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dan voulait repeindre sa chambre parce qu'un mur était d'une couleur plus claire que le mur adjacent.

που έχει ήδη ξεκαθαριστεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο ύποπτος έδωσε στην αστυνομία μια εξήγηση που είχε προετοιμάσει από πριν για τις δραστηριότητές του τη νύχτα του εγκλήματος.

ανοιχτόχρωμος, ανοιχτός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του clair στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του clair

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.