Τι σημαίνει το ciel στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ciel στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ciel στο Γαλλικά.

Η λέξη ciel στο Γαλλικά σημαίνει ουρανός, παράδεισος, αιθέρας, ανεβαίνω, ουράνιο τόξο, ουρανοξύστης, ουράνιος, παντού, κυανός, στον ουρανό, επιφανειακός, στον έβδομο ουρανό, θεόσταλτος, θεόσταλτος, θεόσταλτος, που είναι ψηλά, προς τον ουρανό, ψηλά, ψηλά, συν Αθηνά και χείρα κίνει, Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο., Πω πω!, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του θεού! έλεος!, έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά, για όνομα του Θεού, Πω πω!, πιλότος που δημιουργεί γράμματα με την εξάτμιση αεροπλάνου, τα οποία είναι ευανάγνωστα από το έδαφος, ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας, γαλάζιο, σύμπαν, πέστροφα, υπαίθρια αγορά, μετεωρολογικός χάρτης, μετεωρολογικός χάρτης, γαλάζιο, αστρολογικός χάρτης, δώρο Θεού, ανοιχτός οχετός, ανοιχτός υπόνομος, λατομείο, ανοικτό ορυχείο, επιφανειακή εξόρυξη, καθαρός ουρανός, νυχτερινός ουρανός, ιριδίζουσα πέστροφα, έβδομος ουρανός, στραβοκοίταγμα, ψάχνω εξονυχιστικά, κινώ γη και ουρανό, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, γυρίζω σε ύπτια θέση, κάνω άλμα βάσης, προς τον ουρανό, γαλάζιος, γαλάζιος, που με κάνει να αγανακτήσω, πανδαισία, έβδομος ουρανός, εξορύσσω, πω πω!, άλμα βάσης, χάρτης αστεριών, χάρτης αστέρων, κοιτώ προς τα πάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ciel

ουρανός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il n'y pas de nuages dans le ciel aujourd'hui.
Ο ουρανός δεν έχει καθόλου σύννεφα σήμερα.

παράδεισος

(religion) (θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tous les anges du paradis nous protègent.
Όλοι οι άγγελοι του παραδείσου μας προστατεύουν.

αιθέρας

(littéraire) (ατμόσφαιρα, αέρας, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La fumée des usines se dissipait en volant vers les cieux.

ανεβαίνω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La balle s'éleva haut dans le ciel et fut attrapée quand elle finit par redescendre.

ουράνιο τόξο

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Après la pluie, le soleil est réapparu et Daisy a vu un arc-en-ciel au-dessus des champs.
Μετά τη βροχή ο ήλιος εμφανίστηκε ξανά κι η Ντέιζι είδε ένα ουράνιο τόξο να εμφανίζεται πάνω από τα λιβάδια.

ουρανοξύστης

nom masculin invariable

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'unique gratte-ciel de la ville est visible à des kilomètres.
Ο μοναδικός ουρανοξύστης της πόλης είναι ορατός από μίλια μακριά.

ουράνιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Louie étudie les corps célestes pour le cours d'astronomie.

παντού

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous avons cherché partout pour retrouver cette chaussure manquante. Les gens viennent de partout pour voir ce garçon surdoué jouer du piano.

κυανός

(χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στον ουρανό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιφανειακός

locution adjectivale (mine) (ορυχείο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στον έβδομο ουρανό

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les enfants sont aux anges quand ils ont droit à leur dessert préféré.

θεόσταλτος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θεόσταλτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Après la longue sécheresse, les agriculteurs se sont réjouis de la pluie qui était comme un don tombé du ciel.

θεόσταλτος

(π.χ. θεόσταλτη ευκαιρία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που είναι ψηλά

adjectif (soleil, lune) (ήλιος, φεγγάρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons salué le soleil haut dans le ciel.

προς τον ουρανό

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ψηλά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ψηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συν Αθηνά και χείρα κίνει

Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο.

Πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

για όνομα του θεού! έλεος!

(un peu vieilli)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Pour l'amour de Dieu ! Laisse-moi tranquille quand j'essaie de lire !

για όνομα του θεού! έλεος!

interjection (un peu daté)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά

interjection (vieilli)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

για όνομα του Θεού

interjection (vieilli)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
John, pour l'amour du ciel, reste tranquille une minute et laisse-moi réfléchir.

Πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

πιλότος που δημιουργεί γράμματα με την εξάτμιση αεροπλάνου, τα οποία είναι ευανάγνωστα από το έδαφος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

γαλάζιο

nom masculin (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύμπαν

nom masculin (fig)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'inspecteur a déclaré qu'il remuerait ciel et terre pour retrouver les meurtriers.

πέστροφα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπαίθρια αγορά

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le marché de plein air (or: marché à ciel ouvert, or: marché ouvert) hebdomadaire est un bon endroit pour faire des affaires.
Στο παζάρι που γίνεται κάθε εβδομάδα, μπορεί κανείς να βρει προϊόντα σε τιμή ευκαιρίας.

μετεωρολογικός χάρτης

nom féminin (courant, fig)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Voyons maintenant la carte du ciel pour demain.

μετεωρολογικός χάρτης

nom féminin (fig, courant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γαλάζιο

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Est-ce que vous avez cette chemise en bleu clair ?
Έχετε αυτό το πουκάμισο σε ανοιχτό μπλε;

αστρολογικός χάρτης

nom féminin

δώρο Θεού

nom masculin (μτφ: καλοδεχούμενος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανοιχτός οχετός, ανοιχτός υπόνομος

nom masculin

λατομείο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La carrière à ciel ouvert est située dans l'Eno State Park.

ανοικτό ορυχείο

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιφανειακή εξόρυξη

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθαρός ουρανός

nom masculin

νυχτερινός ουρανός

ιριδίζουσα πέστροφα

nom féminin (poisson)

έβδομος ουρανός

nom masculin (Religion) (θρησκεία)

στραβοκοίταγμα

locution verbale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψάχνω εξονυχιστικά

Dans l'enquête pour retrouver l'enfant disparu, la police a cherché partout.

κινώ γη και ουρανό

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si je pouvais remuer ciel et terre pour qu'il aille mieux, je le ferais. Je remuerai ciel et terre pour atteindre mes objectifs.
Αν μπορούσα θα κινούσα γη και ουρανό για να τον κάνω πάλι καλά. Θα κινήσω γη και ουρανό για να επιτύχω τους στόχους μου.

κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand j'ai entendu parler de sa dernière combine pour faire fortune, j'ai levé les yeux au ciel.

γυρίζω σε ύπτια θέση

(rare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω άλμα βάσης

(anglicisme)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προς τον ουρανό

locution adverbiale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γαλάζιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle se maquille pour mettre en valeur ses yeux bleu ciel.

γαλάζιος

adjectif invariable

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που με κάνει να αγανακτήσω

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανδαισία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La chemise de Larry était un arc-en-ciel de couleurs.
Το πουκάμισο του Τέρρυ ήταν μια πανδαισία χρωμάτων.

έβδομος ουρανός

nom masculin (figuré) (μεταφορικά: απόλυτη ευτυχία)

εξορύσσω

locution verbale (du minérai,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πω πω!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άλμα βάσης

(anglicisme)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χάρτης αστεριών, χάρτης αστέρων

nom féminin (astronomie)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κοιτώ προς τα πάνω

locution verbale (les yeux)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ciel στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του ciel

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.