Τι σημαίνει το co στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης co στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του co στο Αγγλικά.
Η λέξη co στο Αγγλικά σημαίνει Co, Co., κοβάλτιο, συ-, συν-, CO, διοικητής, διοικήτρια, διοικητής, συνδιαχειριστής, συνδιαχειρίστρια, συμπροεδρεύων, Συν-προεδρία, συνωμότης, συνδιευθυντής, συνδιευθύντρια, συνοδηγός, συνιδρυτής, συνιδρύτρια, συμπαρουσιαστής, συμπαρουσιάστρια, είμαι συμπαρουσιαστής, συμπαρουσιάζω, συμπαρουσιάζω, συνεφευρέτης, συνεφευρέτρια, συμβαίνω ταυτόχρονα, συνεμφάνιση, συνεταιρισμός, συνιδιοκτήτης, συνιδιοκτησία, μεγαλώνω από κοινού κπ, μεγαλώνω από κοινού το παιδί, από κοινού ανατροφή, συνεταίρος, συνέταιρος, συνεταιρισμός, συμπρόεδρος, συμπαραγωγή, συγχορηγός, συμπρωταγωνιστής, συμπρωταγωνιστώ, συμπρωταγωνιστώ με κπ, συνεργάτης, συνεργάτιδα, συν-συγγραφέας, συσσυγραφέας, γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού, γράφω κτ μαζί με κπ, γράφω κτ από κοινού με κπ, συμπροεδρεύων, ηγούμαι από κοινού, συμπρόεδρος, συμπρόεδρος, συγκατηγορούμενος, συγκατηγορούμενη, συνεξάρτηση, αλληλοεξαρτώμενος, αλληλοεξαρτημένος, μεικτός, μικτός, φοιτήτρια, μικτή εκπαίδευση, μεικτή εκπαίδευση, μεικτός, μικτός, μεικτό σχολείο, μικτό σχολείο, συνυπάρχω, συνυπάρχω με κπ/κτ, συνυπάρχω, συνυπάρχω με κτ, συνυπάρχω, συνυπάρχω με κτ, συγκληρονόμος, συνασφάλιση, συνυπογράφων, συννοσηρότητα, συνεταιριστική εταιρεία καταναλωτών, συνεργάζομαι, συνεργάζομαι με κπ, συλλογικός, ομαδικός, συνεργατικός, συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, συνεργατική μάθηση, υιοθετώ, εκλογή, υιοθέτηση, εκλεγμένος, κατασχεμένος, συντονίζω, οργανώνω, διοργανώνω, συνδυάζω κτ με κυ, ταιριάζω, ταιριάζω με κτ, συνεργάζομαι με κπ, συντεταγμένες, συγκυβερνήτης, είμαι συγκυβερνήτης σε κτ, συγκατηγορούμενος, συνυπογράφω, συνάδελφος, συντονιστής προγράμματος, συντονίστρια προγράμματος, αρνούμαι να συνεργαστώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης co
Co, Co.noun (abbreviation (Company) (σντμ: εταιρεία) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Shares in Acme Co. rose last week. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η εταιρεία του ονομάζεται «Παπαδόπουλος και Σία». |
κοβάλτιοnoun (written, abbreviation (cobalt) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συ-, συν-prefix (law: joint, in conjunction with) |
COnoun (written, abbreviation (US state: Colorado) (σντμ: σε διεύθυνση) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) A package arrived today from Denver, CO. |
διοικητής, διοικήτριαnoun (abbreviation (military: commanding officer) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Go see your CO for you new assignment. |
διοικητήςnoun (military: officer in charge) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
συνδιαχειριστής, συνδιαχειρίστριαnoun (law: equal authority) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συμπροεδρεύωνnoun ([sb]: presides jointly over meeting) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Bob is co-chairman of the committee. |
Συν-προεδρίαnoun (shared presidency over a meeting) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The meeting will take place under the co-chairmanship of Mr. Henrik Osborne and Mr. Charles Flake. |
συνωμότηςnoun ([sb] involved in a plot) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συνδιευθυντής, συνδιευθύντριαnoun (business) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συνοδηγόςnoun (assistant driver) (βοηθά τον οδηγό, όχι απλά επιβάτης) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
συνιδρυτής, συνιδρύτριαnoun ([sb]: establishes [sth] jointly) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συμπαρουσιαστής, συμπαρουσιάστριαnoun (joint presenter) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
είμαι συμπαρουσιαστήςintransitive verb (US (present together) (σε κάτι με κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) For this year's television special, two famous actors will co-host. |
συμπαρουσιάζωtransitive verb (present jointly) (κάτι με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμπαρουσιάζω(present jointly) (κάτι με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεφευρέτης, συνεφευρέτριαnoun (joint creator of [sth]) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συμβαίνω ταυτόχροναintransitive verb (happen at same time) |
συνεμφάνισηnoun (happen at same time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνεταιρισμόςnoun (abbreviation (business: cooperative) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The workers formed a co-op and ran the store themselves. |
συνιδιοκτήτηςnoun ([sb] who owns [sth] jointly) (ιδιοκτήτης από κοινού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mrs. Smith is one of the co-owners of the restaurant, along with her daughter. |
συνιδιοκτησίαnoun (joint ownership) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγαλώνω από κοινού κπtransitive verb (raise child while separated) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγαλώνω από κοινού το παιδίintransitive verb (separated parents: raise child) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από κοινού ανατροφήnoun (raising child while separated) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνεταίρος, συνέταιροςnoun (business: joint partner) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
συνεταιρισμόςnoun (business association of equals) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συμπρόεδροςnoun (one of two presidents) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
συμπαραγωγήnoun ([sth] produced jointly) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγχορηγόςnoun ([sb] who sponsors [sth] jointly) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
συμπρωταγωνιστήςnoun (actor: shares top billing) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Claudette Colbert was Clark Gable's co-star in the film "It Happened One Night." Η Κλοντέτ Κόλμπερτ ήταν η συμπρωταγωνίστρια του Κλαρκ Γκέιμπλ στην ταινία «Συνέβη Μια Νύχτα». |
συμπρωταγωνιστώintransitive verb (actor: share top billing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They fell in love while co-starring in a romantic comedy. |
συμπρωταγωνιστώ με κπ(actor: share top billing with) |
συνεργάτης, συνεργάτιδαnoun (colleague) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Sally and a co-worker were discussing a problem at the office water cooler. |
συν-συγγραφέας, συσσυγραφέαςnoun (joint writer) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Tim's coauthor is one of his university colleagues. |
γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινούtransitive verb (write jointly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The two professors co-authored a paper on global warming. |
γράφω κτ μαζί με κπ, γράφω κτ από κοινού με κπtransitive verb (write jointly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Caroline coauthored the book with her husband. |
συμπροεδρεύωνnoun ([sb] who presides jointly) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
ηγούμαι από κοινούtransitive verb (lead [sth] jointly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμπρόεδροςnoun ([sb] who presides jointly) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
συμπρόεδροςnoun (female who presides jointly) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγκατηγορούμενος, συγκατηγορούμενηnoun (law: joint defendant) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συνεξάρτησηnoun (couple's mutual reliance) (κοινωνική συμπεριφορά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλληλοεξαρτώμενοςadjective (US (couple: mutually reliant) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αλληλοεξαρτημένοςnoun (one of a mutually-reliant couple) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μεικτός, μικτόςadjective (mainly US, abbreviation (coeducational) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Did you live in a coed dorm in college? Έμενες σε μεικτή εστία όταν ήσουν στο κολλέγιο; |
φοιτήτριαnoun (US, dated, abbreviation (female student) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) How many students join sororities or call themselves coeds now? |
μικτή εκπαίδευση, μεικτή εκπαίδευσηnoun (mixed-sex schooling) |
μεικτός, μικτόςadjective (mainly US (school: for both sexes) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The school Valerie went to was coeducational, but she is a teacher at an all-girls' school. |
μεικτό σχολείο, μικτό σχολείοnoun (mainly US (school for both sexes) |
συνυπάρχωintransitive verb (exist together, live side by side) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The species in this forest coexist in a delicate balance. |
συνυπάρχω με κπ/κτ(live side by side with) |
συνυπάρχωintransitive verb (live in peace) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Surprisingly, the dogs and cats coexist with one another without issues. |
συνυπάρχω με κτ(live in peace with) |
συνυπάρχωintransitive verb (be present simultaneously) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Love and hate actually co-exist inside the human soul. |
συνυπάρχω με κτ(be present simultaneously) |
συγκληρονόμοςnoun (law: joint inheritor) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
συνασφάλισηnoun (mainly US (shared insurance policy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνυπογράφωνnoun (finance: joint signer of a check) (επιταγή) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
συννοσηρότηταnoun (coexistent medical condition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνεταιριστική εταιρεία καταναλωτώνnoun (customer-owned business) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνεργάζομαιintransitive verb (act together) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Neighbours cooperated to clean up the park. Οι γείτονες συνεργάστηκαν για τον καθαρισμό του πάρκου. |
συνεργάζομαι με κπ(act with) |
συλλογικός, ομαδικόςadjective (working together) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The mural was a cooperative effort by various different artists. |
συνεργατικόςadjective (done in cooperation) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Thanks to the cooperative attitudes of the students, the event was a huge success. |
συνεργάσιμοςadjective (willing to cooperate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's difficult to work with Tom because he's not very cooperative. |
συνεταιρισμόςnoun (joint business) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We buy all our vegetables from a cooperative. Αγοράζουμε όλα τα λαχανικά μας από μια συνεργατική. |
συνεργατική μάθησηnoun (teaching: multi-level groups) (εκπαίδευση) |
υιοθετώtransitive verb (appropriate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκλογήnoun (mainly US (election by members of group) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υιοθέτησηnoun (mainly US (being taken over by [sb]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκλεγμένοςadjective (taken in as a member) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Gina is a co-opted member of the committee. |
κατασχεμένοςadjective (appropriated, seized) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The co-opted property will be returned to its rightful owners. |
συντονίζω, οργανώνω, διοργανώνωtransitive verb (organize, bring together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marnie and Stella coordinated the company picnic. Η Μάρνυ και η Στέλλα οργάνωσαν το εταιρικό πικνίκ. |
συνδυάζω κτ με κυ(match: colours, etc.) Mrs. Jones wants to coordinate the curtains with the furniture. Η κα. Τζόουνς θέλει να συνδυάσει τις κουρτίνες με τα έπιπλα. |
ταιριάζωintransitive verb (colours, etc.: match) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The colours in the meeting room coordinate well. Τα χρώματα στην αίθουσα συσκέψεων ταιριάζουν ωραία. |
ταιριάζω με κτ(match, go together) The color palette chosen for this room coordinates well with the architecture. Η χρωματική παλέτα που έχει επιλεγεί για αυτό το δωμάτιο ταιριάζει ωραία με την αρχιτεκτονική. |
συνεργάζομαι με κπ(work together with) I coordinated with Mr. Smith's secretary to arrange a business lunch. Συνεργάστηκα με τη γραμματέα του κου Σμιθ για να διοργανώσουμε ένα γεύμα εργασίας. |
συντεταγμένεςplural noun (position on map) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) It's simple to use a GPS to discover your coordinates. Είναι απλό να χρησιμοποιήσεις ένα GPS για να βρεις τις συντεταγμένες σου. |
συγκυβερνήτηςnoun (aircraft pilot: has joint control) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) When the pilot had a heart attack, the co-pilot took over. |
είμαι συγκυβερνήτης σε κτtransitive verb (aircraft: control jointly) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Roger co-piloted the plane with Captain Sanderson. |
συγκατηγορούμενοςnoun (law: joint defendant) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
συνυπογράφωtransitive verb (sign jointly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνάδελφοςnoun (colleague) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Karen and Betsy are not only coworkers, but also friends. |
συντονιστής προγράμματος, συντονίστρια προγράμματοςnoun (manager of a scheme or project) Please contact the program co-ordinator for more information. |
αρνούμαι να συνεργαστώverbal expression (be unwilling) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The man arrested yesterday refused to cooperate with the investigation. Ο άντρας που συνέλαβαν εχθές αρνείτε να συνεργαστεί στην έρευνα. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του co στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του co
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.