Τι σημαίνει το clutch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης clutch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του clutch στο Αγγλικά.

Η λέξη clutch στο Αγγλικά σημαίνει κρατάω γερά, κρατάω σφιχτά, συμπλέκτης, αγκαλιά, νύχια, χέρια, δίχτυα, παρτίδα, το πιο κρίσιμο σημείο, η πιο κρίσιμη στιγμή, λαβή, κρίσιμος, κομβικός, κρατιέμαι από κτ, clutch, κλατς, κάνω διπλή αποσύμπλεξη, παίζω το τελευταίο μου χαρτί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης clutch

κρατάω γερά, κρατάω σφιχτά

transitive verb (hold [sth] firmly)

The old woman clutched her purse as she crossed the street.
Η ηλικιωμένη γυναίκα κρατούσε γερά την τσάντα της, καθώς διέσχιζε το δρόμο.

συμπλέκτης

noun (vehicle engine mechanism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jamie doesn't know how to use a clutch yet, so she only drives an automatic.
Η Τζέιμ δεν ξέρει ακόμη να χρησιμοποιεί συμπλέκτη και έτσι οδηγεί μόνο αυτόματα αυτοκίνητα.

αγκαλιά

noun (embrace)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The little boy tried to free himself from his grandmother's clutch.
Το αγοράκι προσπάθησε να ξεφύγει από την αγκαλιά της γιαγιάς του.

νύχια, χέρια, δίχτυα

plural noun (informal, figurative (possession, power) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
"Now that I've got you in my clutches," said the villain, "you'll never get away!"
«Τώρα που σε έχω στα χέρια μου, » είπε ο κακός, «δε θα ξεφύγεις ποτέ!».

παρτίδα

noun (bird: eggs laid)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Birds often replace eggs that are lost during laying, and lay repeat clutches if they lose the entire clutch.
Τα πουλιά συχνά αντικαθιστούν τα αυγά που χάνονται στη γέννα και γεννούν επαναληπτικές παρτίδες αν χαθούν όλα τα αυγά της παρτίδας.

το πιο κρίσιμο σημείο, η πιο κρίσιμη στιγμή

noun (US, slang (critical moment, esp in sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαβή

noun (firm grip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim was reassured by feeling the clutch of his mother's hand on his own.

κρίσιμος, κομβικός

noun as adjective (US, slang (sports: relating to a clutch)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρατιέμαι από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (try to grasp)

clutch, κλατς

noun (women's small bag) (γυναικείο τσαντάκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I bought a sequined clutch purse to go with my dress.

κάνω διπλή αποσύμπλεξη

intransitive verb (change gear in car)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω το τελευταίο μου χαρτί

verbal expression (informal, figurative (do [sth] desperate) (μεταφορικά)

The company tried using a new slogan, but they were clutching at straws; they were doomed to go bankrupt.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του clutch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του clutch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.