Τι σημαίνει το cobrir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cobrir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cobrir στο πορτογαλικά.

Η λέξη cobrir στο πορτογαλικά σημαίνει σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ, καλύπτω, αντικαθιστώ, καλύπτω, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, περιλαμβάνω, διασχίζω, τυλίγω, διαχέομαι σε κτ, υπέρκειμαι, επικαλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, ισοσκελίζω, καλύπτω, καλύπτω, στρώνω, καλύπτω, τυλίγω, τοποθετώ τζάμι σε κτ, καλύπτω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ, καλύπτω, σκεπάζω, δίνω απλόχερα κτ σε κπ, βερνικάρω, βερνικώνω, απλώνω κτ σε κτ, επισμαλτώνω, γεμίζω κτ με κτ, τα βλέπω, καλύπτω, αλείφω, ζευγαρώνω, ζευγαρώνω με κτ, σκεπάζω, καλύπτω, επικαλύπτω, επιστρώνω, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, στρώνω, καλύπτω με ένα σκληρό στρώμα, κατακλύζω, στρώνω, γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, σκεπάζω, αλείφω με αυγό, γλασάρω, χωράω, χωρώ, στριμώχνω, κατεβάζω, ρίχνω, κάνω κόλ, περνάω, περνώ, περνάω κτ με κτ, περιβάλλω, τυλίγω, καλύπτω, κρύβω, απλώνω, περνάω, καλύπτω, αντικαθιστώ, περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω, καλύπτομαι, καλύπτομαι, διάστρωση άμμου, παγώνω, κρύβω, καλύπτω με χαρτί ταπετσαρίας, βγάζω, φλοιός δέντρου σε λωρίδες που χρησιμοποιείται στην επικάλυψη δρόμων, κτλ, βάζω πηλό, γλασάρω, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον, καλύπτω με άμμο, στρώνω με άμμο, καλύπτω με αχυροσκεπή, θάβω, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι, που καλύπτεται με τσόχα, καλύπτω με καραβόπανο, αλείφω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ, σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ, πλακοστρώνω, κάνω κόλ, βγάζω φύλλα, γλασάρω, γεμίζω γραμμές, τοποθετώ πάνελ, καλύπτω κτ με θάμνους, βάζω λάσπη σε κτ, καλύπτω κτ με λάσπη, κάνω νερά, δημιουργώ νερά, καλύπτω με τσόχα, καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης, καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης, καλύπτω με αχυροσκεπή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cobrir

σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ

verbo transitivo

Quando pintamos o teto, cobrimos os móveis com lençóis velhos.
Όταν βάψαμε το ταβάνι καλύψαμε τα έπιπλα με παλιά σεντόνια.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A toalha cobria a mesa inteira.
Το τραπεζομάντιλο κάλυψε (or: σκέπασε) ολόκληρο το τραπέζι.

αντικαθιστώ

verbo transitivo (substituir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você cobrir temporariamente, eu pego o outro equipamento.
Αν μείνεις για λίγο στο πόδι μου, θα φέρω τον υπόλοιπο εξοπλισμό.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela cobriu a Casa Branca pelo jornal por dois anos.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você tem dinheiro suficiente para cobrir a aposta?

σκεπάζω, καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cubra o seu corpo para não sentir frio.
Σκέπασε το σώμα σου για να μη σε χτυπάει ο κρύος αέρας.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vinte dólares cobrem todas as despesas?
Φτάνουν είκοσι δολάρια για όλα τα έξοδα;

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O óleo logo cobriu o lago inteiro.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta apólice de seguro cobre acidentes de carro.

καλύπτω, περιλαμβάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O custo deste ingresso inclui impostos governamentais também?
Η τιμή αυτού του εισιτηρίου καλύπτει (or: περιλαμβάνει) και τις κρατικές εισφορές;

διασχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cobrimos toda a América do Sul na última viagem.

τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχέομαι σε κτ

υπέρκειμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)

επικαλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκεπάζω, καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, cubra as sobras de comida para podermos comer mais tarde. Ela tentou cobrir o hematoma com maquiagem.
Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ.

ισοσκελίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse empréstimo deve ser suficiente para cobrir o déficit por uns bons três meses.
Το δάνειο θα πρέπει να είναι αρκετό για να ισοσκελίσει το έλλειμμα για τρεις γεμάτους μήνες.

καλύπτω

(με σανίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω, στρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode tentar usar mel para cobrir o topo do bolo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Άλειψε την κρούστα με αυγό για να την κάνει να γυαλίσει.

καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carpete cobre todo o piso da casa.
Η μοκέτα καλύπτει όλα τα πατώματα μέσα στο σπίτι.

τυλίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τοποθετώ τζάμι σε κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ

(επιφάνεια με κτ)

Cubra o topo da torta com ovos batidos antes de assar.
Αλείψτε την επιφάνεια της πίτας με χτυπητό αυγό πριν το ψήσιμο.

καλύπτω, σκεπάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uma camada de geada cobriu as plantas.
Ένα στρώμα πάγου κάλυψε (or: σκέπασε) τα φυτά.

δίνω απλόχερα κτ σε κπ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A avó de Karen sempre a cobria de presentes toda vez que a visitava.
Η γιαγιά της Κάρεν τη γεμίζει με δώρα όποτε την επισκέπτεται.

βερνικάρω, βερνικώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω κτ σε κτ

verbo transitivo (figurado: espalhar)

Dawn cobriu seu rosto com maquiagem.
Η Ντων άπλωσε μέικ-απ στο πρόσωπό της.

επισμαλτώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεμίζω κτ με κτ

Irene cobriu todos os quadros de aviso da cidade com pôsteres de propaganda de sua cafeteria.
Η Άιριν γέμισε όλους τους πίνακες ανακοινώσεων της πόλης με διαφημιστικές αφίσες για το καφέ της.

τα βλέπω

verbo transitivo (pôquer) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vou cobrir seus dez e dobrá-los.

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pneus do caminhão estavam cobertos de lama.
Οι ρόδες του φορτηγού είχαν καλυφθεί από λάσπη.

αλείφω

verbo transitivo (με λεπτό στρώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζευγαρώνω

verbo transitivo (animal: copular)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O boi cobre todas as vacas na fazenda.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

ζευγαρώνω με κτ

verbo transitivo (animal: copular)

O boi cobre todas as vacas da fazenda.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

σκεπάζω, καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επικαλύπτω, επιστρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liam cobre o vaso com folheamento a ouro.

καλύπτω, σκεπάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A neve abafou o som de nossos passos.

καλύπτω, σκεπάζω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chef cobriu a pizza com queijo forte.
Ο σεφ έβαλε πάνω στην πίτσα τυρί με έντονη γεύση.

καλύπτω

verbo transitivo (com propaganda) (ενεργητικό: με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ponto de ônibus estava coberto de anúncios de carros.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν είναι ωραίο να καλύπτονται όλες οι κολώνες με αφίσες.

καλύπτω, στρώνω

verbo transitivo (colocado sobre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily cobriu o chão com linóleo.
Η Έμιλι κάλυψε το πάτωμα με λινοτάπητα.

καλύπτω με ένα σκληρό στρώμα

verbo transitivo (cobrir com crosta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατακλύζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στρώνω

verbo transitivo (encobrir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele cobriu o corredor com piso vinílico.
Έστρωσε λινοτάπητα στο διάδρομο.

γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω

verbo transitivo (cobrir com algo) (κπ/κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A foto mostrou os noivos cobertos de confete.
Στη φωτογραφία ο γαμπρός και η νύφη ήταν λουσμένοι σε κονφετί.

καλύπτω, σκεπάζω

verbo transitivo (fogo) (τη φωτιά με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cubra o fogo com a areia antes de você ir para sua barraca.
Κάλυψε τη φωτιά με άμμο πριν μπεις στη σκηνή σου.

αλείφω με αυγό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλασάρω

(μαγειρική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωράω, χωρώ, στριμώχνω

(viagem: visitar países) (μεταφορικά: σε χρόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβάζω, ρίχνω

(figurado, preço) (μεταφορικά: την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Batemos o preço em R$ 45,00.
Ρίξαμε την τιμή στα 45 δολάρια.

κάνω κόλ

(pôquer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você quer igualar ou aumentar?

περνάω, περνώ

(λεπτή στρώση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie pegou verniz, pronta para revestir a superfície da mesa velha.

περνάω κτ με κτ

(λεπτή στρώση)

Oliver revestiu a estante com acabamento brilhante.

περιβάλλω, τυλίγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω

verbo transitivo (με πέπλο, βέλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A noiva cobriu seu rosto.
Η νύφη κάλυψε το πρόσωπό της.

κρύβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William conseguiu cobrir sua aversão por seu colega de trabalho.
Ο Γουίλιαμ κατάφερε να κρύψει την αντιπάθειά του για τον συνάδελφό του.

απλώνω

verbo transitivo (tinta: aplicar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Primeiro, cubra a área com tinta.

περνάω

verbo transitivo (passar em)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois, você precisa besuntar o frango na manteiga até que fique coberto.

καλύπτω, αντικαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode cobrir para mim na noite de sábado? Quero ficar em casa.
Μπορείς να κάτσεις στο πόδι μου το Σάββατο το βράδυ; Θέλω να κάτσω σπίτι.

περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω

(figurado: elogios, presentes etc.) (με έπαινο κλπ., μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os críticos cobriram o escritor de elogios depois da publicação de seu primeiro romance.
Οι κριτικοί γέμισαν τον συγγραφέα με επαίνους, μετά την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος.

καλύπτομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os visitantes devem se cobrir se quiserem entrar na igreja.
Οι επισκέπτες πρέπει να καλύψουν τους ώμους και τα πόδια τους, αν επιθυμούν να μπουν στην εκκλησία.

καλύπτομαι

verbo pronominal/reflexivo (με λεπτό στρώμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διάστρωση άμμου

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρύβω

locução verbal (bot.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω με χαρτί ταπετσαρίας

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

locução verbal (erupções, manchas, etc.) (σπυριά, εξάνθημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φλοιός δέντρου σε λωρίδες που χρησιμοποιείται στην επικάλυψη δρόμων, κτλ

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάζω πηλό

locução verbal (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλασάρω

(γλάσο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον

(σε δημοπρασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η κυρία που πλειοδότησε έναντι των υπόλοιπων συμμετεχόντων της δημοπρασίας απέκτησε τελικά ένα πολύτιμο κόσμημα.

καλύπτω με άμμο, στρώνω με άμμο

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O paisagista jogou areia em parte do jardim.
Ο κηπουρός έριξε άμμο σε (or: έστρωσε άμμο σε) ένα μέρος του κήπου.

καλύπτω με αχυροσκεπή

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θάβω

(μτφ: συνήθως παθητική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A neve cobriu totalmente a estrada.
Ο δρόμος θάφτηκε κάτω από το χιόνι.

κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι

(σε δημοπρασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που καλύπτεται με τσόχα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O enfeite era feltrado na base para proteger a mesa.
Το στολίδι ήταν καλυμμένο με τσόχα στην βάση του για την προστασία του τραπεζιού.

καλύπτω με καραβόπανο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele cobriu a carroça com lona e prendeu os cavalos.

αλείφω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ

Jeremy cobriu o bolo de chantili e o decorou com morangos.
Ο Τζέρεμι άλειψε το κέικ με σαντυγί και το στόλισε με φράουλες.

σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ

Tim cobriu Daisy em um manto encapuzado, assim ela poderia passar sem ser vista através da cidade.
Ο Τιμ σκέπασε την Νταίζη με έναν μανδύα με κουκούλα ώστε να περάσει απαρατήρητη από την πόλη.

πλακοστρώνω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike decidiu cobrir o telhado com ardósia ao invés de usar telhas.
Ο Μάικ αποφάσισε να καλύψει την σκεπή με πλάκες σχιστόλιθου αντί να χρησιμοποιήσει πλακάκια.

κάνω κόλ

(poker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele pagou para ver com uma mão mediana, mas acabou ganhando a rodada.

βγάζω φύλλα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As árvores cobriram-se de folhas mais tarde por causa do longo inverno.

γλασάρω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode colocar glacê no meu bolo de casamento, por favor?

γεμίζω γραμμές

(κατά λέξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A chuva cobriu de listras a janela e era difícil ver o jardim.

τοποθετώ πάνελ

locução verbal (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω κτ με θάμνους

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devíamos cobrir a moto com mato para camuflá-la.

βάζω λάσπη σε κτ, καλύπτω κτ με λάσπη

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O aldeão cobriu de lama a cabana de palha para selá-la.

κάνω νερά, δημιουργώ νερά

expressão verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω με τσόχα

καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω με αχυροσκεπή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cobrir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.