Τι σημαίνει το comunicar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comunicar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comunicar στο πορτογαλικά.

Η λέξη comunicar στο πορτογαλικά σημαίνει μεταφέρω, μεταδίδω, δείχνω, εκφράζω, εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, μεταδίδω κτ σε κπ, αναφέρω, στέλνω με μήνυμα, στέλνω μέσω μηνύματος, στέλνω μήνυμα, περνάω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, μεταφέρω, στέλνω μήνυμα, επικοινωνώ, επικοινωνώ με κτ, επικοινωνώ με κπ, μιλάω με κπ, επικοινωνώ με κτ, επικοινωνώ, επικοινωνώ με μηνύματα, επικοινωνώ μέσω μηνυμάτων, επικοινωνώ με κπ, το κοιτάζω, το βλέπω, στέλνω mail, στέλνω email, μιλάω τη νοηματική, μεταφέρω τηλεφωνικώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comunicar

μεταφέρω, μεταδίδω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O navio que afundava comunicava uma mensagem de S.O.S. para outros navios na área.
Το πλοίο που βυθιζόταν απέστειλε ένα μήνυμα SOS στα άλλα πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή.

δείχνω, εκφράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os cães expressam o medo pela linguagem corporal.

εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tentou comunicar sua opinião, mas estava tão atabalhoado que ninguém entendeu.
Προσπάθησε να εκφράσει την άποψή του, ήταν όμως τόσο μπερδεμένη που κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει.

μεταδίδω κτ σε κπ

(conhecimento)

αναφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela informou tudo que eles haviam decidido, então ele estava sabendo.

στέλνω με μήνυμα, στέλνω μέσω μηνύματος

(enviar como mensagem, repassar) ((σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Του έστειλα τις πληροφορίες με μήνυμα.

στέλνω μήνυμα

(enviar mensagem a, divulgar) (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Του έστειλα μήνυμα και περιμένω να ακούσω νέα του μέχρι αύριο.

περνάω

(μεταφορικά: μήνυμα, ιδέες, απόψεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele transmitiu suas ideias de maneira clara e sucinta.
Μετέφερε τις ιδέες του όμορφα και συνοπτικά.

διαβιβάζω, μεταβιβάζω, μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O palestrante sabe como expor suas teorias.
Ο ομιλητής ξέρει πώς να μεταφέρει τις θεωρίες του.

στέλνω μήνυμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επικοινωνώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Melissa apenas não é boa em comunicar-se.
Ο Μελ απλά δεν είναι καλός στο να επικοινωνεί.

επικοινωνώ με κτ

verbo pronominal/reflexivo

A impressora comunicava-se com todos os computadores da casa via wi-fi.
Ο εκτυπωτής επικοινωνεί με όλους τους υπολογιστές του κτιρίου μέσω wifi.

επικοινωνώ με κπ

(estar em contato com)

Se ele é abusivo com você, não deveria nem se comunicar com ele.
Αν σε κακοποιεί, τότε δε θα έπρεπε καν να επικοινωνείς μαζί του.

μιλάω με κπ

(falar com)

Como gerente desta empresa, planejo me comunicar com Maria sobre o atraso dela. Os e-mails são uma boa forma de se comunicar com todos os funcionários de uma vez.
Τα ηλεκτρονικά μηνύματα είναι ένας καλός τρόπος να επικοινωνεί κανείς με όλο το προσωπικό ταυτόχρονα.

επικοινωνώ με κτ

(portas, salas)

Um sistema de caminhos para carrinhos de golfe permite que todas as casas se comuniquem com o centro da cidade. Esta sala de aula se comunica com a outra, vizinha.

επικοινωνώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επικοινωνώ με μηνύματα, επικοινωνώ μέσω μηνυμάτων

(comunicar-se por mensagem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μην ανησυχείς για το αν είναι ενημερωμένος, απλά επικοινωνήστε σήμερα μέσω μηνυμάτων.

επικοινωνώ με κπ

verbo pronominal/reflexivo

το κοιτάζω, το βλέπω

(fazer contato) (ένα θέμα, ένα έργο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vamos conversar amanhã e ver como você está indo com sua tarefa.
Ας το κοιτάξουμε αύριο για να δούμε πώς τα πας με αυτήν την εργασία.

στέλνω mail, στέλνω email

expressão verbal (estrangeirismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prefiro falar ao telefone, mas muita gente se comunica apenas por e-mail.
Εγώ προτιμώ να μιλώ στο τηλέφωνο, αλλά πολλοί απλά στέλνουν email.

μιλάω τη νοηματική

locução verbal (usar a língua de sinais)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela tem uma irmã surda, por isso ela sabe se comunicar por sinais.

μεταφέρω τηλεφωνικώς

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comunicar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.