Τι σημαίνει το parte στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parte στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parte στο πορτογαλικά.

Η λέξη parte στο πορτογαλικά σημαίνει μέρος, τμήμα, μέρος, κομμάτι, κομμάτι, κομμάτι, μερίδιο, ρόλος, αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί, κομμάτι, ρόλος, κομμάτι, δόση, συμβαλλόμενο μέρος, απόσπασμα, κομμάτι, μέρος, μέρος, μερίδιο, μέρος, υποστηρικτής, υποστηρίκτρια, μερίδιο, μερίδιο, μερίδιο, μερίδιο, μερίδιο, ποσοστό, στοιχείο, φέτα, ενότητα, τμήμα, μέρος, πρωί, συμμετέχω, ανακατεύομαι, σάρκα, κύρια μελωδία, βασική μελωδία, ξαφρίζω, γδύνω, ο περισσότερος, πίσω μέρος, καρδιά, στο μέσο του πλοίου, παντού, παντού, σε μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, συνήθως, πέρα από αυτά, σε σημαντικό βαθμό, το καλύτερο απ' όλα, καλή επιτυχία, κουζίνα, προάστια, αυτός που είναι μέσα σε κτ, πλαϊνό ελαστικού, κατακλείδα, μπροστινό τμήμα, μπροστινό τέταρτο, τμήμα με αργή δράση, ψίχα, περισπέρμιο, κοιλιά, άκρη, που προσλαμβάνει εξωτερικό συνεργάτη, οπίσθιο τμήμα, κρουστά όργανα, μπροστινό μέρος πουκαμίσου, ρόλος με λόγια, τελευταίο μέρος, πίσω μέρος, εμπρόσθιο άκρο, ανταλλακτικό, πάνω μέρος του σώματος, ανώτερο εύρος, μέρος του σώματος, το κάτω μέρος του σώματος, χωριστό τμήμα του κήπου διαμορφωμένο με δέντρα, δρομάκια κ.α., μερίδα του λέοντος, το να λείπει ένα κομματάκι, πισινά, καπούλια, από πλευράς, στο γενικότερο πλαίσιο, εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, παίζω ρόλο, δεν συμμετέχω σε κτ, αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του, παίζω ρόλο, συμμετέχω, συνεισφέρω, επωφελούμαι από, έχω μερίδιο σε, μπαίνω σε κτ, παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parte

μέρος, τμήμα

substantivo feminino (seção)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O romance é dividido em três partes.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη (or: τμήματα).

μέρος

substantivo feminino (porção)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Misture uma parte de cimento para duas partes de água.

κομμάτι

substantivo feminino (pedaço)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Em quantas partes devo cortar esse bolo?
Σε πόσα κομμάτια να κόψω το κεϊκ;

κομμάτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você tem uma cópia da parte da soprano?

κομμάτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A parte de violino era mais desafiadora que as outras.

μερίδιο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quando vou receber minha parte do dinheiro?

ρόλος

substantivo feminino (participação)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O grupo extremista, com certeza, tem uma parte nesta história.
Αυτή η εξτρεμιστική ομάδα έπαιξε σίγουρα κάποιο ρόλο σε αυτή την σκευωρία.

αυτό που αντιστοιχεί, ό,τι αντιστοιχεί

substantivo feminino (dever)

Πρέπει να κάνεις και εσύ ό,τι σου αντιστοιχεί στο καθάρισμα.

κομμάτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A criança montou as partes (or: peças) do trem em miniatura.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το παιδί συναρμολόγησε τα κομμάτια του τρένου.

ρόλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela conseguiu um pequeno papel no novo filme dele.
Πήρε έναν μικρό ρόλο στην καινούρια του ταινία.

κομμάτι

(μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δόση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συμβαλλόμενο μέρος

substantivo feminino (lei)

Nenhuma das partes poderá voltar atrás, uma vez que o contrato esteja assinado.
Κανείς από τους συμβαλλόμενους δεν μπορεί να υποχωρήσει, όταν το συμβόλαιο έχει υπογραφεί.

απόσπασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A parte cômica no elevador foi muito engraçada.
Το μέρος (or: κομμάτι) της κωμωδίας για το ασανσέρ ήταν πολύ αστείο.

κομμάτι

substantivo feminino (pedaço ou parte de algo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peguei as partes do prato quebrado.
Μάζεψα τα κομμάτια του σπασμένου πιάτου.

μέρος

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέρος

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dividimos a sobremesa em três partes.
Χωρίσαμε το επιδόρπιο σε τρία μέρη.

μερίδιο, μέρος

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cada um de nós fica com uma parte dos lucros.
O κάθε ένας από εμάς θα πάρει ένα μερίδιο (or: μέρος) από τα κέρδη.

υποστηρικτής, υποστηρίκτρια

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Você é parte desse plano estúpido?

μερίδιο

substantivo feminino (porção)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sua parte será de aproximadamente quinhentas libras.

μερίδιο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μερίδιο

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cada um de nós recebe sua parcela de problemas na vida.

μερίδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos os herdeiros recebem suas partes no fim do mês.

μερίδιο, ποσοστό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O chef estava arrumando os elementos da refeição no prato.
Ο σεφ τοποθετούσε τα στοιχεία του πιάτου στην πιατέλα.

φέτα

(pedaço) (μακρόστενο κέικ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele dividiu o bolo em dez pedaços.

ενότητα

(documento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τμήμα

(parte curva)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέρος

(figurado, parte de algo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρωί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμμετέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Venha para o nosso ensaio hoje à noite se quiser participar.
Έλα μαζί μας στην πρόβα απόψε αν θέλεις να συμμετάσχεις.

ανακατεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σάρκα

substantivo feminino (parte comestível)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A polpa da noz é saborosa.
Η σάρκα του καρυδιού είναι πολύ νόστιμη.

κύρια μελωδία, βασική μελωδία

(estrangeirismo, música, parte principal) (μουσική)

ξαφρίζω, γδύνω

(tirar o melhor de algo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ο περισσότερος

A maioria da sopa foi tomada.
Η περισσότερη (or: Η πιο πολλή) σούπα έχει φαγωθεί.

πίσω μέρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Contratamos uma van e colocamos as caixas na traseira.

καρδιά

(da alface, repolho)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στο μέσο του πλοίου

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παντού

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Os mosquitos estavam em todos os lugares (or: por toda a parte). Não havia onde se esconder deles.
Τα κουνούπια ήταν παντού. Δεν μπορούσαμε να τους κρυφτούμε πουθενά.

παντού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu olhei em todos os lugares, mas ainda não achei minhas chaves.
Κοίταξα παντού αλλά ακόμα δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.

σε μεγάλο βαθμό

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε μεγάλο βαθμό

advérbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε κάποιο βαθμό

Você tem que admitir que é culpado até certo ponto.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας.

συνήθως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu mal consigo entender o que ele diz na maior parte do tempo.
Συνήθως καταλαβαίνω με το ζόρι τι λέει.

πέρα από αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε σημαντικό βαθμό

locução adverbial (muito, em grau considerável)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

το καλύτερο απ' όλα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καλή επιτυχία

(BRA, figurado, boa sorte)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quando ele deixou o camarim, seus companheiros de cena gritaram: "Quebre a perna!".
Καθώς έφευγε από το καμαρίνι οι άλλοι ηθοποιοί του θιάσου φώναξαν «Καλή επιτυχία!»

κουζίνα

expressão (συσκευή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O forno é elétrico, mas a parte superior do fogão tem quatro queimadores a gás.

προάστια

(da cidade)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αυτός που είναι μέσα σε κτ

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τι λέτε να παίξουμε μπάλα; Είναι κανείς μέσα;

πλαϊνό ελαστικού

(pneu)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατακλείδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπροστινό τμήμα

μπροστινό τέταρτο

(μπροστά πόδι ζώου, ομωπλάτη κλπ)

τμήμα με αργή δράση

substantivo feminino (em livro, filme etc.) (για βιβλία, ταινίες)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quase parei de ler quando cheguei à parte lenta, no meio do livro.

ψίχα

(ξηρού καρπού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περισπέρμιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοιλιά

(κάτω μέρος ζώου, πουλιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άκρη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που προσλαμβάνει εξωτερικό συνεργάτη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οπίσθιο τμήμα

(parte da traseira)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρουστά όργανα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μπροστινό μέρος πουκαμίσου

(parte frontal de um navio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρόλος με λόγια

(papel de atuação com linhas de fala)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταίο μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίσω μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπρόσθιο άκρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανταλλακτικό

(peça extra de maquinário)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Έχεις ανταλλακτικό για τη μηχανή μου;

πάνω μέρος του σώματος

(corpo sobre a cintura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανώτερο εύρος

substantivo feminino (mais alto nível de alcance)

μέρος του σώματος

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

το κάτω μέρος του σώματος

substantivo feminino (για ζώα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωριστό τμήμα του κήπου διαμορφωμένο με δέντρα, δρομάκια κ.α.

(área isolada)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μερίδα του λέοντος

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

το να λείπει ένα κομματάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Στην άκρη του πιάτου έλειπε ένα κομματάκι.

πισινά, καπούλια

(de um animal) (ζώα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

από πλευράς

locução prepositiva (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο γενικότερο πλαίσιο

locução adverbial (num contexto maior)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como parte de um projeto escolar, devemos escrever e apresentar uma peça.
Στο γενικότερο πλαίσιο ενός σχολικού πρότζεκτ πρέπει να γράψουμε και να παίξουμε ένα μικρό θεατρικό έργο.

εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου

locução prepositiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
À parte dos altos ganhos, por que você quer ser um médico?
Εκτός από (or: με εξαίρεση) την υψηλή αμοιβή, για ποιον λόγο θέλεις να γίνεις γιατρός;

κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω ρόλο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν συμμετέχω σε κτ

expressão (não participar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του

expressão (incluir, abranger)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παίζω ρόλο, συμμετέχω

(contribuir para)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αρκετοί υποστηρικτές του Νίξον έπαιξαν ρόλο στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ.

συνεισφέρω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επωφελούμαι από, έχω μερίδιο σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω σε κτ

expressão verbal

παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη

expressão verbal (falar em particular)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parte στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του parte

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.