Τι σημαίνει το con στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης con στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του con στο ισπανικά.

Η λέξη con στο ισπανικά σημαίνει με, με, με, με, με, με, με, με, παρά, με, από, με, με, με, με, σε συνδυασμό με, συνδυαστικά, σε συμφωνία με, με, μαζί με, μαζί με, ευνοούμενος, με, πάνω σε, -, -, που έχει επιρροή, που ασκεί επιρροή, ηλιόλουστος, σγουρός, κατσαρός, επιπλωμένος, χαρισματικός, ταλαντούχος, γυαλιστερός, βιαστικός, τρεμάμενος, φολιδοειδής, λεπιοειδής, νιφαδωτός, ανθρακούχος, δυσλειτουργικός, ελαττωματικός, συγκλονισμένος, συντετριμμένος, που νιώθει ναυτία, που ανακατεύεται, λοφώδης, καταχνιασμένος, ομιχλώδης, σπονδυλωτός, αρθρωτός, σκιερός, διακριτικός, λεπτός, που έχει πυρετό, που στάζει, πατροναριστικός, πρωτοποριακός, ρηξικέλευθος, σημαδεμένος, τραχύς, ανώμαλος, με λίγο αεράκι, με λίγο αέρα, φρουτώδης, σε στυλ τζαζ, ενοχλημένος, δυσαρεστημένος, υγρός, πνιγηρός, τολμηρός, θαρραλέος, με καρφιά, κηλιδωμένος, τολμηρός, θαρραλέος, με γραμμές, επιδέξιος, περίτεχνος, φαρμακευτικός, που αισθάνεται ναυτία, υπερτιμημένος, ασκεπής, με λοφίο, εξιδανικευμένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ζωηρός, αμυλούχος, αμυλώδης, που μπορεί να γεφυρωθεί, πλατύς, αλατισμένος, φτερωτός, ξεθωριασμένος, βαριεστημένος μέχρι θανάτου, με μειωμένη τιμή, με μειωμένη τιμή, με προπληρωμένα ταχυδρομικά τέλη, φιλικός προς το περιβάλλον, βάζω μαύρες πλερέζες, έχω μια δόση, διαγραμμισμένος, τρομαγμένος, κεκοσμημένος, σε πλεξίδα, σε πλεξούδα, με πεσμένο ηθικό, δύσπιστος, καχύποπτος, με μουστάκια, με εμφανείς ρίζες, γκαντέμης, γεμάτος στροφές, ντυμένος, κλιμακωτός, με δόντια, σε ζευγάρια, σε ζεύγη, που έχει ουλή, με ετικέτα, αυτοπαρακινούμενος, με εγκοπές, φυτρωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης con

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Fue con él a ver una película.
Πήγε μαζί του να δουν μια ταινία.

με

preposición

Me gustaría tomar fresas con nata.
Θα ήθελα φράουλες με σαντιγί.

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
El mío es el coche con la banda roja.
Το δικό μου είναι το αυτοκίνητο με την κόκκινη ρίγα.

με

preposición (usando)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Comió con un tenedor.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι μικροοργανισμοί είναι ορατοί μόνο δια μικροσκοπίου.

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Llena esos cubos con la basura.
Γέμισε τους κουβάδες με λάσπη.

με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
La temperatura varía con la velocidad y dirección del viento.
Η θερμοκρασία αλλάζει με την ταχύτητα και την κατεύθυνση του ανέμου.

με

preposición

El niño está con su tío mientras sus padres están de vacaciones.
Το παιδί είναι στο θείο του όσο οι γονείς του είναι σε διακοπές.

με

preposición

Actúa con firmeza, con aparente autoridad.

παρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con todos sus problemas, sigue siendo optimista.

με

preposición

Está enferma con una fea gripe.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Και τα δυο παιδιά μου είναι στο κρεβάτι με κρυολόγημα.

από

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los niños están agitados con la noticia.

με

preposición

Hemos estado con Citibank durante años.
Συνεργαζόμαστε χρόνια με τη Citibank.

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Corta los tableros con

με

preposición

Ella trabajaba con las comunidades para mejorar los servicios locales.

με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Es el de la camisa azul oscura.
Είναι αυτός με το σκούρο μπλε πουκάμισο.

σε συνδυασμό με, συνδυαστικά

preposición

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los tomates con los chiles es lo que le da el sabor a la salsa.
Οι ντομάτες σε συνδυασμό με τις πιπεριές τσίλι είναι που δίνουν στη σάλτσα τη γεύση της.

σε συμφωνία με

preposición (implica apoyo)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
¡Estoy contigo en este asunto!

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

μαζί με

Skylar tiene suerte de poder trabajar con su padre.
Ο Σκάιλαρ είναι τυχερός που εργάζεται μαζί με τον πατέρα του.

μαζί με

Katie va a ir con Nora.
Η Κέιτι θα πάει μαζί με τη Νόρα.

ευνοούμενος

preposición (επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Siempre está con los jefes.

με

preposición

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Lo hizo con rabia.

πάνω σε

preposición

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Vienes con algo de efectivo?
Έχεις καθόλου μετρητά πάνω σου;

-

(medicación) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ella está con antibióticos.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κάνει δίαιτα.

-

preposición (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Mi madre está con un nuevo médico y dice que es mucho más atento.
Η μητέρα μου έχει καινούριο γιατρό τώρα και λέει πως την προσέχει πολύ περισσότερο.

που έχει επιρροή, που ασκεί επιρροή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thomas Jefferson fue una parte muy influyente en la creación de los Estados Unidos.
Ο Τόμας Τζέφερσον έπαιξε πολύ ισχυρό ρόλο στην ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

ηλιόλουστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aún no hemos tenido un día soleado este mes, sólo nubes y lluvia. Hoy es un día soleado así que trabajaré en el jardín.
Έχει λιακάδα σήμερα οπότε θα δουλέψω στον κήπο.

σγουρός, κατσαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aaron tiene el pelo moreno y rizado.
Ο Ααρόν έχει σγουρά καστανά μαλλιά.

επιπλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jared se mudó a un apartamento amueblado en la ciudad.

χαρισματικός, ταλαντούχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben era un orador dotado.
Ο Μπεν ήταν χαρισματικός ομιλητής.

γυαλιστερός

(papel, fotografía)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen imprimió la imagen en papel brillante.

βιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era obviamente un trabajo acelerado, con un montón de errores.
Ήταν εμφανώς προχειροδουλειά που περιείχε πολλά λάθη.

τρεμάμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Después del accidente, Patrick caminó hasta la casa más cercana con las piernas temblorosas para pedir ayuda.
Μετά το ατύχημα, ο Πάτρικ πήγε στο πιο κοντινό σπίτι με τρεμάμενα πόδια για να ζητήσει βοήθεια.

φολιδοειδής, λεπιοειδής, νιφαδωτός

(pan, pastel) (ουσία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sirvieron unas deliciosas medialunas hojaldradas como desayuno.

ανθρακούχος

(vino) (αναψυκτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No podíamos pagar la champaña así que compramos un vino espumante barato.
Δεν μπορούσαμε να πάρουμε σαμπάνια και έτσι αγοράσαμε έναν φτηνό αφρώδη οίνο. Υπάρχει αλκοόλ για τους ενήλικες και ανθρακούχα αναψυκτικά για τα παιδιά.

δυσλειτουργικός, ελαττωματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tiene un hígado disfuncional y requiere una terapia especial.

συγκλονισμένος, συντετριμμένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Volvió a casa afligido después de perder la competencia.

που νιώθει ναυτία, που ανακατεύεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Empecé a sentirme mareado después de comer el pescado.

λοφώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El viñedo está ubicado en una zona montañosa de Italia.

καταχνιασμένος, ομιχλώδης

(tiempo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El clima neblinoso hace difícil manejar.

σπονδυλωτός, αρθρωτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El chico jugó con una serie de cajas modulares que se encastran entre sí.

σκιερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen estaba sentada en una parte sombreada del jardín.

διακριτικός, λεπτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La empresa gestiona las quejas de los clientes de manera discreta.

που έχει πυρετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που στάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Como el termo esta agujereado, cayó café sobre mi camisa nueva.

πατροναριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John le habla a los sordos de una manera condescendiente: les habla fuertemente y utiliza palabras cortas.

πρωτοποριακός, ρηξικέλευθος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El joven emprendedor fundó su propia empresa cuando tenía 25 años de edad.

σημαδεμένος

(με φακίδες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τραχύς, ανώμαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με λίγο αεράκι, με λίγο αέρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Era un día ventoso y las nubes se desplazaban velozmente por el cielo.

φρουτώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El chicle tenía un sabor dulce y afrutado.

σε στυλ τζαζ

(μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El exclusivo bar solo contrataba músicos con una actitud sexy y jazzística.

ενοχλημένος, δυσαρεστημένος

(coloquial)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υγρός, πνιγηρός

(καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nadie quiere dejar su casa en este día tan caluroso y húmedo.

τολμηρός, θαρραλέος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El valiente gatito trató de saltar de la mesa a la mesada, pero se cayó.

με καρφιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Angela tiene un bonito bolso tachonado.

κηλιδωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τολμηρός, θαρραλέος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Decir lo que sientes es un acto valiente.

με γραμμές

(χαρτί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La maestra requería que sus estudiantes escribieran en papel pautado.

επιδέξιος, περίτεχνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El electricista hizó un trabajo magistral al arreglar los cables eléctricos.

φαρμακευτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me gustaría comprar el bálsamo labial medicinal.

που αισθάνεται ναυτία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me sentí asqueado después de haber tomado leche cortada por accidente.

υπερτιμημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los autos de lujo son carísimos; hay muchos autos más baratos de calidad similar.

ασκεπής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με λοφίο

(pájaro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El cardenal y la cacatúa son ejemplos de pájaros crestados.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο τσαλαπετεινός είναι ένα μικρό πουλί με λοφίο που απαντάται στην Ελλάδα.

εξιδανικευμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¿Por qué tantas revistas representan imágenes glorificadas de mujeres anoréxicas?

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

ζωηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμυλούχος, αμυλώδης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να γεφυρωθεί

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλατύς

(sonrisa) (χαμόγελο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλατισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φτερωτός

(έχει φτερά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεθωριασμένος

(PA)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Οι κολυμβητές συνήθως έχουν ξεθωριασμένα μαλλιά, λόγω του χλωρίου στις πισίνες.

βαριεστημένος μέχρι θανάτου

(coloquial) (μεταφορικά)

El documental de pesca era aburridísimo y no podía esperar a que terminara.

με μειωμένη τιμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hoy los tomates están de oferta.

με μειωμένη τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με προπληρωμένα ταχυδρομικά τέλη

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor incluya un sobre prefranqueado en su solicitud. Puede solicitar su devolución simplemente devolviendo su recibo en el sobre prefanqueado.
Παρακαλούμε να συμπεριλάβετε ένα φάκελο με προπληρωμένα ταχυδρομικά τέλη μαζί με την αίτησή σας. Μπορείτε να διεκδικήσετε την έκπτωση απλά επιστρέφοντας την απόδειξή σας στο φάκελο με προπληρωμένα ταχυδρομικά τέλη.

φιλικός προς το περιβάλλον

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Utilizar botellas descartables no es ecológico.
Τα μπουκάλια μιας χρήσεως δεν είναι φιλικά προς το περιβάλλον.

βάζω μαύρες πλερέζες

(μτφ: απογοητευμένος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω μια δόση

(figurado)

Su día juntos estaba teñido de tristeza, ya que sabían que no se volverían a ver.
Η μέρα που πέρασαν μαζί είχε μια δόση λύπης γιατί ήξεραν πως δεν θα ξαναειδωθούν.

διαγραμμισμένος

(papel) (χαρτί)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τρομαγμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κεκοσμημένος

(επίσημο, παλαιό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σε πλεξίδα, σε πλεξούδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με πεσμένο ηθικό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δύσπιστος, καχύποπτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με μουστάκια

(animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με εμφανείς ρίζες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En el medio del escudo se muestra un roble arrancado.

γκαντέμης

(ES, coloquial) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γεμάτος στροφές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sam condujo con cuidado por las carreteras zigzagueantes de la isla.

ντυμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un oficial de policía encontró el cuerpo vestido del hombre muerto en una zanja.

κλιμακωτός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En el auditorio hay asientos escalonados.

με δόντια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε ζευγάρια, σε ζεύγη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει ουλή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El cirujano quitó el tejido cicatrizado.

με ετικέτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοπαρακινούμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με εγκοπές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Clavamos la estaca agujereada en el suelo y le agarramos las cuerdas.

φυτρωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του con στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.