Τι σημαίνει το conduzir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conduzir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conduzir στο πορτογαλικά.

Η λέξη conduzir στο πορτογαλικά σημαίνει άγω, μεταφέρω, οδηγώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, οδηγώ, μεταφέρω, καθοδηγώ, οδηγώ, ηγούμαι, οδηγώ, προεδρεύω, οδηγώ, μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος, οδηγώ, καθοδηγώ κπ σε κτ, κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω, μεταφέρω, οδηγώ, οδηγάω, οδηγώ, μεταφέρω, βοηθώ, πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ, μεταφέρω, πηγαίνω, συνοδεύω, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, οδηγώ σε κτ, οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο, ηγούμαι, οδήγηση, εκτελώ, μεταφέρω, οδηγώ, τρέχω, ηγούμαι, κάνω βόλτες, χαρίζω, σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφέρω, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω, πηγαίνω, μεταφέρω, οδηγώ, καθοδηγώ, κάνω μια καμπάνια, διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα, διευθύνω ένα έργο, συμπεριφέρομαι, φέρομαι, πηγαίνω πιο μακριά από κπ/κτ, καθοδηγώ κπ σε κτ, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, καλπάζω με κτ, κολλάω πίσω από κπ/κτ, πηγαίνω με το αυτοκίνητο, κάνω σωματική έρευνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conduzir

άγω, μεταφέρω

verbo transitivo (στη φυσική: φέρω, μεταδίδω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os fios conduzem a eletricidade. A água conduz o som.
Το νερό είναι αγωγός του ήχου.

οδηγώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O padre conduz a congregação em oração.
Ο ιερέας οδηγεί το εκκλησίασμα σε προσευχή.

διευθύνω, διαχειρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele conduziu os negócios de forma eficiente.
Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά.

καθοδηγώ, άγω

(influenciar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο πρόεδρος καταφέρνει να καθοδηγεί (or: άγει) την κοινή γνώμη με τα σχόλιά του στον τύπο.

οδηγώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles conduziram os troncos rio abaixo.

οδηγώ, μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O guarda conduziu o prisioneiro até à cela.
Ο υπάλληλος οδήγησε τον κρατούμενο στο κελί του.

καθοδηγώ

verbo transitivo (orientar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este guia conduz as pessoas pela cidade.
Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη.

οδηγώ

(dança) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Δεν ξέρω αυτό τον χορό. Θα πρέπει να οδηγήσεις.

ηγούμαι

(διευθύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O inspetor chefe lidera a investigação.
Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας.

οδηγώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gostaria de dirigir meu carro novo?
Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο;

προεδρεύω

verbo transitivo (σε συνεδρίαση κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele dirigiu a reunião, pois ninguém mais o quis fazer.
Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε.

οδηγώ

verbo transitivo (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guie-os a um acordo com argumentos lógicos.
Οδήγησέ τους σε συμφωνία με λογικά επιχειρήματα.

μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος

verbo transitivo (πάω μπροστά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você pode guiar o caminho para o estádio e eu o acompanho?
Αν μπεις μπροστά, θα σε ακολουθήσω.

οδηγώ

verbo transitivo (dança) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οδήγησε με χάρη την παρτενέρ του στο βαλς.

καθοδηγώ κπ σε κτ

(explicar um procedimento, etc.)

κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω

(seguir determinado rumo) (μεταφορικά: κπ προς κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os pais de Beth a conduziram para uma carreira em finanças.
Οι γονείς της Μπεθ την προσανατολίζουν προς μια καριέρα στα οικονομικά.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este cano conduz água.
Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό.

οδηγώ, οδηγάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

οδηγώ

verbo transitivo (guiar, acompanhar) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μας οδήγησαν στις θέσεις μας εθελοντές μαθητές.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθώ

verbo transitivo (διευκολύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο πρόσκοπος βοήθησε τον ηλικιωμένο άντρα να περάσει το δρόμο.

πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ

Helen contratou um motorista para conduzí-la ao trabalho.

μεταφέρω, πηγαίνω

verbo transitivo (num barco a remos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O marinheiro conduziu o prisoneiro à costa.

συνοδεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick logo conduziu a conversa para seu tópico favorito.

οδηγώ σε κτ

verbo transitivo

οδηγώ, κατευθύνω, δείχνω το δρόμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Conduza!", disse ela e eu a levei pelo corredor.
«Οδήγησέ με!», μου είπε και τη συνόδευσα κατά μήκος του διαδρόμου.

ηγούμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick foi escolhido para conduzir a banda, talvez porque ele tocava bateria muito bem.
Διάλεξαν τον Ρικ να ηγείται της μπάντας, ίσως γιατί έπαιζε πολύ καλά ντραμς.

οδήγηση

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dirigir é uma habilidade bastante útil para se aprender.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η οδήγηση τη νύχτα μπορεί να γίνει επικίνδυνη.

εκτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω

(BRA) (με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu sobrinho dirige um kart.
Ο ανιψιός μου τρέχει με καρτ.

ηγούμαι

(με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Martin comanda o departamento financeiro.
Ο Μάρτιν ηγείται του τμήματος χρηματοοικονομικών.

κάνω βόλτες

(BRA, dirigir ao redor) (με όχημα)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χαρίζω

(figurado) (τη νίκη σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O craque levou o time à vitória.
Ο διάσημος παίκτης οδήγησε την ομάδα του στη νίκη.

σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ

(levar alguém) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George gostava de ir caminhar e sempre levava seu irmão mais novo junto.

μεταφέρω

(με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não sei dirigir, então quem dirige (or: guia) com nossas filhas adolescentes por aí é minha mulher.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν ξέρω να οδηγώ κι έτσι η γυναίκα μου είναι εκείνη που μεταφέρει τις έφηβες κόρες μας σε διάφορα μέρη.

μεταφέρω, πηγαίνω

verbo transitivo (gado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É hora de levar o gado para o pasto novo.

πάω, πηγαίνω

verbo transitivo (carregar consigo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode levar esta carta para o correio?

πηγαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A correia transportadora leva a peça para a próxima estação.

μεταφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esses tubos transportam água para a caldeira.
Αυτοί οι σωλήνες μεταφέρουν νερό στον λέβητα.

οδηγώ, καθοδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μια καμπάνια

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διευθύνω ένα έργο

(dirigir uma tarefa ou programa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμπεριφέρομαι, φέρομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω πιο μακριά από κπ/κτ

(απόσταση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθοδηγώ κπ σε κτ

locução verbal (conduzir um procedimento)

κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι

(BRA) (μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλπάζω με κτ

verbo transitivo

κολλάω πίσω από κπ/κτ

(BRA) (μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω με το αυτοκίνητο

verbo transitivo (levar de carro) (κπ κάπου ή σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω σωματική έρευνα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conduzir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.