Τι σημαίνει το conectar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης conectar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conectar στο ισπανικά.
Η λέξη conectar στο ισπανικά σημαίνει συνδέω, ενώνω, βάζω στην πρίζα, συνδέομαι, ενώνω, συνδέω, συνδέομαι, συνδέω, συνδέω, καλωδιώνω, συνδέομαι, συνδέω, συνδέω κτ με καλώδια, τερματίζω, συνδέω, ενώνω, συνδέω, συνδυάζω, βάζω κτ σε κτ, συνδέω κτ σε κτ, επανασυνδέω, που μπορεί να πάρει τη μορφή δικτύου, που μπορεί να διαμορφωθεί σε δίκτυο, δεν επικοινωνώ, δε συνεννοούμαι με, συνδέω απευθείας, συνδέω, συνδέω, διασυνδέω, συνδέω, συνδέω κτ με κτ, ενώνω κτ με κτ, επανασυνδέω, συνδέω κτ με κτ, συνδέω κτ, συνδέω, ενώνω, συνδέω, συνδέω κτ με κτ, συνδέω, διασυνδέω, συνδέω, γειώνω, συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ, συνδέομαι με κτ, συνδέω, συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ, ταιριάζω με κπ, συνδέω, συνδέω, συνδέω κπ με κπ/κτ, επικοινωνώ με κτ, κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης conectar
συνδέω, ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Conecta estos cables. Ενώστε αυτά τα καλώδια. |
βάζω στην πρίζαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Conectó la televisión y la encendió. Έβαλε την τηλεόραση στην πρίζα και την άνοιξε. |
συνδέομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Conectamos desde el momento en que nos conocimos. |
ενώνω, συνδέω(μτφ: κάτι/κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Internet conecta a gente de todo el mundo. Το διαδίκτυο φέρνει κοντά ανθρώπους από όλον τον κόσμο. |
συνδέομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estas piezas se conectan para mantener las correas en su lugar. Αυτά τα κομμάτια συνδέονται για να κρατήσουν τις δέστρες στη θέση τους. |
συνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El puente de Laos-Tailandia conecta los dos países. |
συνδέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δυσκολεύομαι να συνδέσω τα δυο μου ηχεία. |
καλωδιώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No sabía como conectar los altavoces. |
συνδέομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνδέωverbo transitivo (κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesitas conectar bien el auto con la casa rodante. |
συνδέω κτ με καλώδιαverbo transitivo (equipo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τερματίζωverbo transitivo (ηλεκτρολογία: ενώνω άκρα σε κύκλωμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El electricista conectó el cable. Ο ηλεκτρολόγος τερμάτισε την καλωδίωση. |
συνδέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los ingenieros conectaron el sistema de teléfonos a un sistema de información computarizado. |
ενώνω, συνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδυάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una vez que unes las pistas, es obvio lo que Cassius estaba escondiendo. |
βάζω κτ σε κτ, συνδέω κτ σε κτ
Tom enchufó la aspiradora. Ο Τομ έβαλε την ηλεκτρική σκούπα στην πρίζα. |
επανασυνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debería funcionar mejor cuando termina de reconectar los cables. |
που μπορεί να πάρει τη μορφή δικτύου, που μπορεί να διαμορφωθεί σε δίκτυοlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν επικοινωνώ, δε συνεννοούμαι μεlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La película no conectó con los espectadores en algunos países. |
συνδέω απευθείας
No hay más lugar en la zapatilla, la impresora conéctala directamente en ese tomacorriente. |
συνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La enfermera conectó al paciente a una máquina para medir su corazón. |
συνδέω, διασυνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω(κτ σε κτ/κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños pusieron ganchos en los adornos antes de colgarlos del árbol de navidad. Τα παιδιά έβαλαν γαντζάκια στα στολίδια πριν τα κρεμάσουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. |
συνδέω κτ με κτ, ενώνω κτ με κτ
Gaby usó un cable USB para conectar la impresora con el ordenador. Η Γκάμπι χρησιμοποίησε ένα καλώδιο USB για να συνδέσει τον εκτυπωτή με τον υπολογιστή. |
επανασυνδέω(κάτι με κάτι, κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω κτ με κτlocución verbal Tuve que contratar un experto para conectar mi ordenador a la red de la oficina. Έπρεπε να πάρω έναν ειδικό για να συνδέσει τον υπολογιστή μου στο δίκτυο του γραφείου. |
συνδέω κτ(με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pudimos conectar la computadora con una gran pantalla de televisión. Μπορέσαμε να συνδέσουμε τον υπολογιστή με τη μεγάλη οθόνη της τηλεόρασης. |
συνδέω, ενώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω(κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es una gran idea, pero no parece encajar con el resto de la novela. No sé cómo podemos relacionarla con ella. |
συνδέω κτ με κτ
Los detectives están tratando de relacionar lo que dijo el testigo y los videos de las cámaras de seguridad con lo que sospechan que pasó. |
συνδέω, διασυνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El plomero tuvo que interconectar la tubería con la canilla. |
συνδέωlocución verbal (κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando nos casemos, conectemos tu cuenta bancaria con la mía. |
γειώνωlocución verbal (ηλεκτρολογία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Está ese cable conectado a tierra? Έχεις γειώσει αυτή την πρίζα; |
συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ
La estrella de rock fue a menudo vinculada con mal comportamiento como abuso de drogas. |
συνδέομαι με κτ(figurado) Los temas de este libro se conectan la película que estudiamos la semana pasada. |
συνδέωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω κπ/κτ με κπ/κτ
Varios estudios han relacionado el fumar con defectos de nacimiento. |
ταιριάζω με κπ
Shawn conectó inmediatamente con su nuevo cuñado. Ο Σων ταίριαξε αμέσως με τον νέο του γαμπρό. |
συνδέωlocución verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέω(για τηλεφωνική γραμμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Audrey no está en la oficina, pero está disponible en su teléfono móvil, si quieres te conecto con ella. |
συνδέω κπ με κπ/κτ
El operador me conectó con la sucursal de Londres. |
επικοινωνώ με κτ, κπlocución verbal |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conectar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του conectar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.