Τι σημαίνει το conhecer στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης conhecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conhecer στο πορτογαλικά.
Η λέξη conhecer στο πορτογαλικά σημαίνει ξέρω, γνωρίζω, γνωρίζω, γνωρίζομαι, ξέρω, γνωρίζω, έχω στο μυαλό μου, γνωρίζω, εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνω, εξοικειώνομαι με κτ, ξέρω, ζω, γνωρίζομαι καλύτερα, γνωρίζομαι, γνωρίζομαι, ξέρω καλά, γνωρίζω καλά, ξέρω τι παίζει με κτ, δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου, γνωρίζομαι με κπ, ξέρω τα κατατόπια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης conhecer
ξέρω, γνωρίζωverbo transitivo (γνωριμία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você conhece a Julie? Γνωρίζεστε με την Τζούλι; |
γνωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu gostaria que você conhecesse meu amigo James. Θα ήθελα να σου συστήσω (or: γνωρίσω) τον φίλο μου, τον Τζέιμς. |
γνωρίζομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meu companheiro e eu nos conhecemos no casamento de um amigo em comum. Ο σύντροφός μου κι εγώ γνωριστήκαμε στον γάμο ενός κοινού φίλου. |
ξέρω, γνωρίζω(έχουμε συναντηθεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu o conheço, mas ele não é realmente amigável. Τον έχω ακουστά, αλλά δεν είμαστε φίλοι. |
έχω στο μυαλό μουverbo transitivo (perceber) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu a conhecia como uma mulher de integridade. Την έχω για ακέραιη προσωπικότητα. |
γνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνωverbo transitivo (familiarizar-se com) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu preciso conhecer você antes de começarmos um negócio juntos. Eu gostaria de conhecer você melhor. Πρέπει να σε μάθω (or: γνωρίσω) πριν ξεκινήσουμε μαζί μια επιχείρηση. Θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα. |
εξοικειώνομαι με κτ
|
ξέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este barco viu muitos dias bonitos no lago. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν και σχετικά νέος έχω δει πολλά στη ζωή μου. |
γνωρίζομαι καλύτεραverbo pronominal/reflexivo Os dois rapazes se conheceram quando estavam na faculdade. |
γνωρίζομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) Vocês dois já se conhecem? Εσείς οι δύο γνωρίζεστε ήδη; |
γνωρίζομαιverbo pronominal/reflexivo (familiarizar-se) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Deixei que a Paula e a Lilian se conhecessem. |
ξέρω καλά, γνωρίζω καλάexpressão verbal |
ξέρω τι παίζει με κτexpressão (informal) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν ξέρω, δεν γνωρίζωlocução verbal (literário) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μουexpressão (informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γνωρίζομαι με κπ
Meus meninos conheceram os filhos da vizinha no dia em que eles se mudaram. |
ξέρω τα κατατόπιαexpressão verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conhecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του conhecer
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.