Τι σημαίνει το contar con στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contar con στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contar con στο ισπανικά.
Η λέξη contar con στο ισπανικά σημαίνει μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, μετράω, μετρώ, λέω κτ σε κπ, μετράω, μετρώ, μετράω, σύμφωνα με, υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζω, βάζω, έχω, λέω, ξεστομίζω, λέω, αποκαλύπτω, φανερώνω, λέω κτ για να ξαλαφρώσω, διαδίδω, μεταφέρω, καταμετρώ, μετράω, μετρώ, λέω, αφηγούμαι, διηγούμαι, λέω, υπολογίζω, πετάω, εκτοξεύω, μετράω, μετρώ, διηγούμαι, αφηγούμαι, αφηγούμαι, διηγούμαι, αφηγούμαι, απαριθμώ, αφηγούμαι, λέω, δείχνω, παρουσιάζω, δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω, έχω στη διάθεσή μου, έχω τα χρήματα, δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω, τα λέω χαρτί και καλαμάρι, υπολογίζω, λογαριάζω, βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, βασίζομαι σε, στηρίζομαι, βασίζομαι σε κπ/κτ, αποκλείω, βάζω μέσα, εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακά, βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ, δεν περιμένω, στρέφομαι, θεωρώ κτ δεδομένο, βασίζομαι, διαθέτω, έχω, αριθμώ, υπολογίζω, βασίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contar con
μετράω, μετρώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños están aprendiendo a contar. Τα παιδιά μαθαίνουν να μετράνε. |
μετράω, μετρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella contó los caramelos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι αρχαιολόγοι καταμέτρησαν τα ευρήματα και τα κατέγραψαν. |
μετράω, μετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El maestro contó la cantidad de textos que había recolectado después del examen. Η δασκάλα μέτρησε τα γραπτά που συγκέντρωσε στο τέλος του διαγωνίσματος. |
λέω κτ σε κπverbo transitivo Papi, ¿me cuentas un cuento? |
μετράω, μετρώ(tomar en cuenta) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cuenta mi experiencia laboral? |
μετράωverbo intransitivo (valer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu honestidad cuenta mucho para mí. |
σύμφωνα μεverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La leyenda cuenta que los lagos son las huellas de un gigante. |
υπολογίζω, μετρώ, συνυπολογίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es un viaje de ocho horas, sin contar las paradas. |
βάζω, έχω(καθομ: κάποιον κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te cuento entre mis mejores amigos. Σε θεωρώ έναν από τους καλύτερούς μου φίλους. |
λέω(a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Has roto mi cochecito de juguete. ¡Se lo voy a contar a mamá! Έσπασες το αυτοκινητάκι μου. Θα το πω στη μαμά! |
ξεστομίζω, λέω(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sabía que tarde o temprano contaría la verdad. Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα. |
αποκαλύπτω, φανερώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se negó a contar el secreto de cómo había conocido a su pareja. |
λέω κτ για να ξαλαφρώσω(ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Me contó todos sus miedos. |
διαδίδω, μεταφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor no cuentes lo que estoy por decirte, es un secreto. Σε παρακαλώ μη διαδόσεις αυτό που θα σου πω, είναι μυστικό. |
καταμετρώ, μετράω, μετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edward contó los votos. Ο Έντουαρτ καταμέτρησε τις ψήφους. |
λέω, αφηγούμαι, διηγούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él le cuenta algunas historias extrañas a sus hijos. |
λέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Tienes noticias de ella? ¡Cuenta, cuenta! Έμαθες κάτι για κείνη; Έλα, πες το μου! |
υπολογίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Papá contó los puntos de la última mano de rummy. |
πετάω, εκτοξεύω(chiste) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Johanna quería tener una conversación seria, pero Jim no paraba de contar chistes. |
μετράω, μετρώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian contó diez botes en el puerto. |
διηγούμαι, αφηγούμαι(λεπτομερώς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El viejo Joe relató algunas de sus mejores historias de guerra. Ο γερο-Τζο εξιστόρησε μερικές από τις καλύτερες πολεμικές ιστορίες του. |
αφηγούμαι, διηγούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El testigo narró su historia del crimen. |
αφηγούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El viajero relató su historia. Ο ταξιδιώτης αφηγήθηκε την ιστορία του. |
απαριθμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Déjame enumerar las razones por las que no quiero salir contigo: eres vago, estúpido y feo. |
αφηγούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El viejo soldado narró cómo su unidad se había defendido del enemigo. |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El hombre culpable decidió decir la verdad. |
δείχνω, παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El nuevo modelo de este ordenador incluye más memoria y un procesador más rápido. Το νέο μοντέλο του υπολογιστή διαθέτει μεγαλύτερη μνήμη και πιο γρήγορο επεξεργαστή. |
δεν προσδοκώ, δεν ελπίζωlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No cuento con que se pueda empezar a producir una vacuna antes de fin de mes. |
έχω στη διάθεσή μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La propiedad cuenta con una marina y una cancha de tenis. |
έχω τα χρήματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No tenemos los medios para comprar un auto nuevo ahora mismo. |
δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνωlocución verbal (formal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No cuento con tiempo para charlas tontas. Δεν έχω χρόνο για ψιλοκουβέντα. |
τα λέω χαρτί και καλαμάριlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπολογίζω, λογαριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Contamos con que estarás de vuelta para la cena. |
βασίζομαι σε κπ, στηρίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ
Incluí a Sheila en mi equipo porque sé que puedo contar con ella. Συμπεριέλαβα τη Σίλα στην ομάδα, επειδή ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ πάνω της. |
βασίζομαι σεlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθειά σας και να σας διαβεβαιώσω ότι μπορείτε να βασιστείτε στην υποστήριξή μου οποιαδήποτε στιγμή. |
στηρίζομαι(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siempre puedes contar conmigo. Μπορείς πάντοτε να στηρίζεσαι πάνω μου. |
βασίζομαι σε κπ/κτ
|
αποκλείωlocución verbal (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estoy ocupado el sábado así que no cuenten conmigo para el partido de fútbol. |
βάζω μέσα(ανεπ, καθομ: συνυπολογίζω) |
εξηγώ λεπτομερειακά, περιγράφω λεπτομερειακάlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το μυθιστόρημα περιγράφει λεπτομερειακά τη ζωή στην Αμερική την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. |
βασίζομαι σε κπ, υπολογίζω σε κπ(ότι/πως θα κάνει κτ) Podés contar con ella para que llegue a tiempo. Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα είναι στην ώρα της. |
δεν περιμένω(pensar que no) (να γίνει κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No tengo expectativas de que pueda contestar a mi pregunte, pero igual voy a preguntarle. |
στρέφομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siempre que esté en problemas sé que puedo contar con el apoyo de mi familia y amigos. Όποτε αντιμετωπίζω δυσκολίες, ξέρω ότι μπορώ πάντα να στραφώ στους φίλους και την οικογένειά μου. |
θεωρώ κτ δεδομένο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los fanáticos contaban con una victoria después del reciente éxito del Manchester City. Μετά τις πρόσφατες επιτυχίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οι οπαδοί θεωρούσαν δεδομένη τη νίκη σήμερα. |
βασίζομαι(σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Es una mujer orgullosa y no le gusta tener que depender de sus parientes. Είναι μια περήφανη κυρία και δεν της αρέσει να πρέπει να βασίζεται στους συγγενείς της για βοήθεια. |
διαθέτω, έχω(κάτι πολύ καλό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El hotel cuenta con una piscina olímpica, un sauna y un gimnasio. Το ξενοδοχείο διαθέτει (or: έχει) πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων, σάουνα και γυμναστήριο. |
αριθμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banda musical cuenta con bastantes estudiantes entre sus fanáticos. Το συγκρότημα αριθμούσε αρκετούς φοιτητές ανάμεσα στους θαυμαστές του. |
υπολογίζω, βασίζομαι(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estoy contando con la recuperación del mercado de valores, de otro modo no tendré una jubilación suficiente. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contar con στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του contar con
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.