Τι σημαίνει το continuo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης continuo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του continuo στο ισπανικά.
Η λέξη continuo στο ισπανικά σημαίνει συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζομαι, συνεχίζω να κάνω κτ, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, παρατείνω, συνεχίζω, συνεχίζω, προχωρώ, συνεχίζω, συνέχιση, συνεχίζω, εξελίσσομαι, συνεχίζω, εξακολουθώ, -, επιμένω, συνεχίζω, παρατείνω, συνεχίζω να υπάρχω, συνεχίζω, πάω αλλού, ακολουθώ, συνέχεια, εμμένω σε κτ, επιμένω σε κτ, συνεχής, διαρκής, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής, συνεχής, διαρκής, μόνιμος, συνέχεια, κοντίνουο, απρόσκοπτος, συνεχής, συνεχής, διαρκής, επαναλαμβανόμενος, σταθερός, διαρκής, απευθείας, εξακολουθητικός, συνεχόμενος, διαδοχικός, αλλεπάλληλος, εξακολουθητικός, χρόνος διαρκείας, αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος, ασταμάτητος, αμείωτος, συνεχής, συνεχής, συνεχής, αδιάκοπος, που με τρώει, μακροχρόνιος, συνεχίζω, ακολουθώ, συνεχίζω ευθεία, συνεχίζω επ'άπειρον, παραμένω έγκυρος, συνεχίζω να διαβάζω, συνεχίζω, συνεχίζω κτ αποφασιστικά, παρατείνομαι, οδηγώ σε κτ, συνεχίζω, προχωρώ, καίω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης continuo
συνεχίζωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Continuó como si nada hubiera pasado. Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε. |
συνεχίζωverbo transitivo (χωρίς διακοπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Continuó su labor sin salir ni a comer. Συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σταματήσει για μεσημεριανό. |
συνεχίζω(μετά από διακοπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Van a continuar con el proyecto, o se suspendió definitivamente? Θα συνεχίσουν με αυτό το έργο ή έχει ανασταλεί επ’ αόριστον; |
συνεχίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El proyecto se suspende por el momento, pero continuará después de las vacaciones. |
συνεχίζω να κάνω κτverbo intransitivo Después de jubilarse, Jane siguió (or: continuó) trabajando como profesora suplente. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Después de doblarse el tobillo, a la corredora se le hizo muy difícil seguir. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maestra ignoró la pregunta de Jake y siguió hablando. |
συνεχίζω, παρατείνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustaría saber si van a extender el programa otro año. Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος. |
συνεχίζω(με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A pesar de que el clima empeoraba, los exploradores decidieron continuar con su viaje. |
συνεχίζω, προχωρώverbo intransitivo (με κάτι, κάνοντας κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La joven gimnasta realizó una vuelta de carnero y continuó con una rueda de carro. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κοριτσάκι έκανε ένα κατακόρυφο και συνέχισε με μια ανάποδη τούμπα για να εντυπωσιάσει τον μπαμπά του. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lamento la interrupción, por favor continúe. Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ. |
συνέχισηverbo transitivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Volveremos a continuar con la lectura después de almorzar. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Continuaron su conversación después del discurso. Συνέχισαν τη συζήτησή τους μετά την ομιλία. |
εξελίσσομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si el tratamiento continúa con normalidad, el paciente seguramente se recuperará. Αν η θεραπεία εξελιχθεί ομαλά, ο ασθενής πιθανότατα θα αναρρώσει. |
συνεχίζω, εξακολουθώverbo intransitivo (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si continúas comportándote así, terminarás teniendo problemas. Αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι έτσι θα καταλήξεις να έχεις προβλήματα. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Continúa con lo que estabas haciendo. Συνέχισε αυτό που κάνεις. |
επιμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si la erupción persiste durante más de un día, vea a un médico. Αν το εξάνθημα επιμείνει πάνω από μια μέρα, πήγαινε στο γιατρό. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρατείνωverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Me inscribí a una maestría porque quería seguir siendo estudiante lo más posible. Γράφτηκα σε ένα μεταπτυχιακό επειδή ήθελα να παρατείνω τις σπουδές μου για όσο το δυνατόν περισσότερο διάστημα. |
συνεχίζω να υπάρχω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No te detengas (or: no pares): ya queda poco para llegar a la cima. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου. |
πάω αλλού
Realmente he disfrutado este tiempo en Roma, pero me llegó el momento de seguir viaje. Πραγματικά πέρασα πολύ καλά στη Ρώμη, αλλά ήρθε η ώρα να πάω αλλού. |
ακολουθώ(σχέδιο, πρόγραμμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El municipio seguirá adelante con su proyecto de agrandar la calle. |
συνέχεια(του ταξιδιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nicole vuela a Londres y después toma el tren para su viaje de conexión hasta Liverpool. Η Νικόλ θα πετάξει στο Λονδίνο και μετά θα πάρει το τρένο για τη συνέχεια του ταξιδιού της για το Λίβερπουλ. |
εμμένω σε κτ, επιμένω σε κτ
Megan persistió en su negativa a dejar que los nuevos empleados eligieran sus escritorios. |
συνεχής, διαρκής, αδιάκοπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El ruido de la autopista cercana era continuo y no pude dormir. Ο θόρυβος από τον παρακείμενο αυτοκινητόδρομο ήταν ασταμάτητος και δε μπορούσα να κοιμηθώ. |
συνεχής, διαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El trabajo era difícil y requería de una concentración continua. Η δουλειά ήταν δύσκολη και απαιτούσε συνεχή συγκέντρωση. |
συνεχής, διαρκής, μόνιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¡Ya me cansé de tus continuos quejidos! |
συνέχειαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Dónde se sitúa Frank en el continuo de oponerse mucho a apoyar mucho el plan? |
κοντίνουοnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
απρόσκοπτος(χωρίς πρόβλημα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Simon comenzó a trabajar el mismo día que se fue su antecesor, por lo que el desarrollo de las funciones del puesto fue continuo. Ο Σάιμον ξεκίνησε δουλειά την ημέρα που έφυγε ο προκάτοχός του και έτσι έγινε μια απρόσκοπτη μετάβαση. |
συνεχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Durante toda la noche hubo continuos chaparrones de granizo. |
συνεχής, διαρκήςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los oficiales se decepcionaron con sus continuas infracciones de la ley. Η συνεχείς παραβάσεις του νόμου ανησυχούν τους αξιωματούχους. |
επαναλαμβανόμενοςadjetivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La falda de María tenía un patrón continuo de círculos pequeños. Η φούστα της Μαίρης είχε ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο με μικροσκοπικά κυκλάκια. |
σταθερός, διαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alice aprende inglés con un progreso continuo. Η Άλις σημειώνει σταθερή (or: διαρκή) πρόοδο στην εκμάθηση αγγλικών. |
απευθείας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sonia sacó un vuelo continuo de Nueva York a Dallas. |
εξακολουθητικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La palabra "yes" termina con un sonido continuo. |
συνεχόμενος, διαδοχικός, αλλεπάλληλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La película esta llena de escenas de lucha continuas. |
εξακολουθητικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χρόνος διαρκείας(gramática) (γραμματική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Usa el presente continuo para indicar una acción que está sucediendo ahora. Χρησιμοποίησε το χρόνο διαρκείας για να εκφράσεις αυτό που συμβαίνει τώρα. |
αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδιάκοπος, ασταμάτητος, αμείωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La lluvia era constante y pasamos todo el día sin salir. |
συνεχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνεχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνεχής, αδιάκοπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El martilleo constante de la obra distrajo a Henry de sus estudios. Το συνεχές σφυροκόπημα στην οικοδομή αποσπούσε την προσοχή του Χένρυ από τα διαβάσματά του. |
που με τρώει(καθομ, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μακροχρόνιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sus eternas quejas fueron ignoradas por el gobierno. Τα μόνιμα παράπονά τους αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση. |
συνεχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La profesora nos dijo que siguiéramos con el ejercicio que nos había asignado mientras preparaba el examen. Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ. |
ακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siga el camino hasta llegar a la oficina de correos. Ακολούθησε τον δρόμο μέχρι να φτάσεις στο ταχυδρομείο. |
συνεχίζω ευθείαlocución verbal (οδήγηση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le viste y continuaste conduciendo como si no te hubieses dado cuenta. |
συνεχίζω επ'άπειρον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parece que esta semana continuará indefinidamente. |
παραμένω έγκυροςlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεχίζω να διαβάζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Continúe leyendo, por favor, lo escuchamos. |
συνεχίζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me disculpé por la interrupción y él continuó con la historia. |
συνεχίζω κτ αποφασιστικάlocución verbal Avanza con determinación en tu vida, no dejes que la negatividad saque lo peor de ti. |
παρατείνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él se llevaba su frustración del trabajo a su casa. Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του. |
οδηγώ σε κτ(μεταφορικά) |
συνεχίζω, προχωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustaría continuar con mi lectura, si no les importa. Θα ήθελα να συνεχίσω το διάβασμά μου, εάν δεν σε πειράζει. |
καίωlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του continuo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του continuo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.