Τι σημαίνει το conversar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conversar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conversar στο πορτογαλικά.

Η λέξη conversar στο πορτογαλικά σημαίνει μιλάω, μιλάω, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα, κουβεντιάζω, συζητώ κτ με κτ, μιλάω με κπ για κτ, κουβεντιάζω, συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ, συζητώ με κπ, κουβεντιάζω με κπ, κουβεντιάζω, μιλάω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, κουβέντα, κουβεντούλα, συζητώ,συνομιλώ, διαλέγομαι, συζητώ, συνομιλώ, το κοιτάζω, το βλέπω, κάνω τσατ, ανταλάσσω, <div>αρχίζω να μιλάω για κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ, διαπραγματεύομαι, διεξάγω συνομιλίες, πιάνω την κουβέντα για να φλερτάρω, τα λέω, φλυαρώ, πολυλογώ, συζητώ, επικοινωνώ σε βάθος, συνδιαλέγομαι, μιλάω με κπ, συζητώ με κπ, μιλάω με, συζητώ με, συνδιαλέγομαι σε, μιλώ κατ' ιδίαν, μιλάω ακατάπαυστα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conversar

μιλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me alegro de encontrar você. Podemos conversar? Ela conversa com seus animais mesmo sabendo que eles não respondem.
Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε;

μιλάω

(για κάποιν/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Conversamos sobre o filme que acabáramos de assistir.
Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει.

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

Ela conversa com seus animais de estimação embora eles não consigam responder.

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

Vinnie está lhe dando trabalho? Não se preocupe. Vou falar com ele.

συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα

verbo transitivo (manter uma conversa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κουβεντιάζω

verbo transitivo (por um bom tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Χτες τα είπαμε με έναν παλιό φίλο στην αγορά. Είχαν χρόνια να ειδωθούν και χάρηκαν που είχαν την ευκαιρία να τα πουν.

συζητώ κτ με κτ, μιλάω με κπ για κτ

κουβεντιάζω, συνομιλώ

(ελαφριά συζήτηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As pessoas conversaram antes do encontro começar.
Οι άνθρωποι κουβέντιαζαν πριν ξεκινήσει η συνάντηση.

συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Só conversamos cerca de uma vez por mês.
Συνδιαλεγόμαστε (or: Συνομιλούμε) μόνο μια φορά τον μήνα περίπου.

συζητώ με κπ, κουβεντιάζω με κπ

verbo transitivo

κουβεντιάζω, μιλάω, συζητάω, συζητώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As crianças conversaram entre elas enquanto os adultos preparavam o jantar.
Τα παιδιά κουβέντιαζαν μεταξύ τους, ενώ οι μεγάλοι προετοίμαζαν το βραδυνό φαγητό.

κουβεντιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles podem sentar e conversar por horas.
Μπορούν να κάθονται και να τα λένε με τις ώρες.

κουβέντα, κουβεντούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não posso ficar aqui batendo papo o dia todo, tem trabalho a ser feito.

συζητώ,συνομιλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαλέγομαι, συζητώ, συνομιλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seja educado ao conversar com os funcionários do palácio.
Να δείχνεις σεβασμό όταν συνομιλείς με προσωπικό του παλατιού.

το κοιτάζω, το βλέπω

(fazer contato) (ένα θέμα, ένα έργο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vamos conversar amanhã e ver como você está indo com sua tarefa.
Ας το κοιτάξουμε αύριο για να δούμε πώς τα πας με αυτήν την εργασία.

κάνω τσατ

(gíria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os adolescentes teclam nos seus computadores.
Οι έφηβοι κάνουν τσατ στους υπολογιστές τους.

ανταλάσσω

(palavras, etc.) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

<div>αρχίζω να μιλάω για κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαπραγματεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διεξάγω συνομιλίες

(para resolver algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω την κουβέντα για να φλερτάρω

(BRA, inf, tentar seduzir) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando ele vai a restaurantes, ele tenta sempre dar uma cantada nas garconetes.
Όταν πάει σε εστιατόριο, πάντα προσπαθεί να πιάσει την κουβέντα με τις σερβιτόρες για να τις φλερτάρει.

τα λέω

(BRA, informal) (καθομ: με κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Marcus estava batendo papo com seus amigos.

φλυαρώ, πολυλογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κόψε το μπλα-μπλα και γύρνα στη δουλειά!

συζητώ

(conversar com)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επικοινωνώ σε βάθος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Λέγεται πως οι πιο ευσεβείς άνδρες επικοινωνούν σε βάθος με τον Θεό.

συνδιαλέγομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλάω με κπ, συζητώ με κπ

(conversar com)

μιλάω με, συζητώ με

(conversar com, falar com)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδιαλέγομαι σε

(em determinada língua) (γλώσσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Δε μιλούσε ιταλικά και τα ισπανικά του ήταν στοιχειώδη. Έτσι συνδιαλέχθηκαν στα αγγλικά.

μιλώ κατ' ιδίαν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω ακατάπαυστα

expressão

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conversar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.