Τι σημαίνει το praticar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης praticar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του praticar στο πορτογαλικά.

Η λέξη praticar στο πορτογαλικά σημαίνει εξασκούμαι σε κτ, εξασκούμαι σε κτ, ασκώ, εξασκώ, προβάρω, διαπράττω, προπονούμαι, διαλογίζομαι, κάνω ράφτινγκ, σκοποβολή, παρατηρώ τα ουράνια σώματα, κάιτ σερφ, κάνω άλμα βάσης, κάνω ευθανασία, αθλούμαι, κάνω σνόουμπορντ, κάνω κωπηλασία σε σανίδα, σκοτώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης praticar

εξασκούμαι σε κτ

verbo transitivo (exercer repetidamente)

As crianças de seis anos praticaram escrever a letra C.
Τα εξάχρονα εξασκήθηκαν στη γραφή του γράμματος C.

εξασκούμαι σε κτ

verbo transitivo

Pratique seus estudos de piano para ganhar destreza.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν εξασκείσαι καθημερινά στο πιάνο, σύντομα θα γίνεις πολύ καλύτερος.

ασκώ, εξασκώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse médico exerceu a medicina por anos.
Ο εν λόγω γιατρός ασκεί την ιατρική εδώ και χρόνια.

προβάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos ensaiar essa música difícil mais uma vez antes de o show começar.
Θα προβάρουμε αυτό το δύσκολο τραγούδι άλλη μια φορά πριν αρχίσει η εκδήλωση.

διαπράττω

verbo transitivo (cometer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προπονούμαι

(esportes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O time treinava todos os dias no início da temporada.
Η ομάδα προπονείται καθημερινά στην αρχή της σεζόν.

διαλογίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ράφτινγκ

(anglicismo, esporte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοποβολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paul pratica tiro em um clube de tiro todo final de semana.
Ο Πωλ πάει για σκοποβολή σε ένα σκοπευτήριο κάθε σαββατοκύριακο.

παρατηρώ τα ουράνια σώματα

locução verbal (informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάιτ σερφ

(θαλάσσιο σπορ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάνω άλμα βάσης

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ευθανασία

locução verbal

ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το σκυλάκι ήταν πολύ άρρωστο και χρειάστηκε να του κάνουν ευθανασία.

αθλούμαι

(participar em torneios físicos)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σνόουμπορντ

locução verbal (esporte: praticar snowboard)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω κωπηλασία σε σανίδα

(informal: esporte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνω

locução verbal (economia, anglicismo) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa foi acusada de praticar dumping de carros no mercado americano.
Η εταιρεία κατηγορήθηκε για ντάμπινγκ αυτοκινήτων στην αμερικάνικη αγορά.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του praticar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.