Τι σημαίνει το convert στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης convert στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του convert στο Αγγλικά.
Η λέξη convert στο Αγγλικά σημαίνει μετατρέπω, μετατρέπω κτ σε κτ, μετατρέπω κτ σε κτ, μετατρέπω κτ σε κτ, αλλάζω κτ σε κτ, πείθω, μεταπείθω, πείθω κπ για κτ, μεταπείθω κπ για κτ, αλλάζω θρησκεία, μεταστρέφομαι σε κτ, που προσηλυτίστηκε, προσύλητος, προσύλητη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αλλάζω γνώμη, μετατρέπομαι σε κάτι, μετατρέπω, μετατρέπω, αλλάζω, ανταλλάσσω, προσηλυτίζω, μετατρέπω κτ σε κτ, μετατρέπω κτ σε κτ, αλλάζω κτ σε κτ, μετατρέπω κτ σε κτ, προσηλυτίζω κπ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης convert
μετατρέπωtransitive verb (change) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The senator's powerful speech converted public opinion. |
μετατρέπω κτ σε κτ(change to [sth] else) Please convert the fractions to decimals. Σε παρακαλώ μετάτρεψε τα κλάσματα σε δεκαδικούς. |
μετατρέπω κτ σε κτ(transform, adapt) Mack converted the mailbox into a bird house. Ο Μακ μετέτρεψε το γραμματοκιβώτιο σε σπιτάκι για πουλιά. |
μετατρέπω κτ σε κτ, αλλάζω κτ σε κτ(currency: exchange) I need to convert my US dollars into pounds sterling. Πρέπει να μετατρέψω τα αμερικανικά δολάριά μου σε λίρες Αγγλίας. |
πείθω, μεταπείθωtransitive verb (informal (persuade) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I know you feel strongly about it, but you'll never convert me. Ξέρω πως το πιστεύεις ακράδαντα, αλλά δε θα με μεταπείσεις ποτέ. |
πείθω κπ για κτ, μεταπείθω κπ για κτ(change [sb]'s mind) Luke converted Sheila to the merits of jogging every morning. Ο Λουκ προσηλύτισε τη Σίλα στην αξία του καθημερινού τζόγκινγκ. |
αλλάζω θρησκείαintransitive verb (change religion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After Judy converted, her new church community welcomed her. Αφού άλλαξε θρησκεία η Τζούντυ, η νέα εκκλησιαστική κοινότητά της την καλωσόρισε. |
μεταστρέφομαι σε κτ(change to new religion) Incredibly, Pope Pius II once considered converting to Islam. Απίστευτο, ο Πάπας Πίος ο Δεύτερος κάποτε σκέφτηκε να αλλαξοπιστήσει και να γίνει μωαμεθανός. |
που προσηλυτίστηκεnoun (informal (person: newly convinced) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Joan is a recent convert to the Atkins diet. |
προσύλητος, προσύλητηnoun (person: adopts a religion) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Halley is a Christian convert. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>intransitive verb (rugby: goal kick) |
αλλάζω γνώμηintransitive verb (informal (change your mind) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have never been a wine drinker, but this Chardonnay is so nice, I could be persuaded to convert! |
μετατρέπομαι σε κάτι(change to different form) This sofa converts into a bed. |
μετατρέπωtransitive verb (measure: find equivalent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετατρέπω, αλλάζω, ανταλλάσσωtransitive verb (currency: exchange) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to convert some yen. |
προσηλυτίζωtransitive verb (make [sb] change religion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The missionaries intended to convert as many people as possible. |
μετατρέπω κτ σε κτtransitive verb (measure: find equivalent) |
μετατρέπω κτ σε κτ, αλλάζω κτ σε κτtransitive verb (building: modify, repurpose) The old gas station has been converted to a diner. |
μετατρέπω κτ σε κτ(change over) Do you know the formula to convert inches to centimeters? |
προσηλυτίζω κπ σε κτ(make [sb] adopt new religion) Because she was worried about my soul, she kept trying to convert me to her religion. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του convert στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του convert
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.