Τι σημαίνει το process στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης process στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του process στο Αγγλικά.

Η λέξη process στο Αγγλικά σημαίνει διαδικασία, μέθοδος, διαδικασία, διαδικασία, μέθοδος, διαδικασία, επεξεργασμένος, κλήτευση, πηγαίνω σε πομπή, επεξεργάζομαι, επεξεργάζομαι, διαχειρίζομαι, διεκπεραιώνω, διαχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, επιδίδω, επεξεργάζομαι κτ για να δημιουργήσω κτ, Βελτίωση Επιχειρησιακών Διεργασιών, Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών, κονσερβοποίηση, δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου, συνήθης διαδικασία, νόμιμη οδός, μέθοδος εκτύπωσης με τέσσερα χρώματα, διαδικασία ψύξης, ανάρρωση, συμφιλίωση, εν εξελίξει, υπό επεξεργασία, επί τη ευκαιρία, καθώς, είμαι στη διαδικασία, δικονομία, διαδικασία παραγωγής, διαδικασία της αγοράς, διαδικασία ελέγχου ποιότητας, διαδικασία επιλογής, επίδοση δικογράφου, σκέψη, ξιφοειδής απόφυση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης process

διαδικασία, μέθοδος

noun (method)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The chair-manufacturing process is quite complex.
Η διαδικασία με την οποία κατασκευάζονται οι καρέκλες είναι πολύ περίπλοκη.

διαδικασία

noun (procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a set process for applying for a passport.
Υπάρχει μια πάγια διαδικασία για την απόκτηση διαβατηρίου.

διαδικασία, μέθοδος

noun (systematic actions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You must follow the same process every time you do it.
Πρέπει να ακολουθείς την ίδια διαδικασία κάθε φορά που το κάνεις.

διαδικασία

noun (time: course)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Throughout the process, he stayed loyal to his beliefs.
Καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας παρέμεινε πιστός στα πιστεύω του.

επεξεργασμένος

adjective (US (food: prepared by a process)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The process cheese doesn't look or taste like real cheese.

κλήτευση

noun (law: summons)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The process was served by a bailiff.

πηγαίνω σε πομπή

intransitive verb (formal (move in a procession)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The royal party processed from Buckingham Palace to Westminster for the wedding.

επεξεργάζομαι

transitive verb (treat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to process this in a chemical solution to make it change colour.

επεξεργάζομαι

transitive verb (convert)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Process the wood to make charcoal for cooking.

διαχειρίζομαι

transitive verb (handle systematically)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The immigrants were processed at the airport.

διεκπεραιώνω

transitive verb (begin legal process)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This case must be processed efficiently or we might lose in court.

διαχειρίζομαι, αντιμετωπίζω

transitive verb (deal with [sth] emotionally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Each of us processes grief in our own way.

επιδίδω

(often passive (serve a summons)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was processed with a summons to appear in court by the police.
Του επιδόθηκε κλήτευση από την αστυνομία για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο.

επεξεργάζομαι κτ για να δημιουργήσω κτ

(convert) (σπάνιο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Since his stroke, Phil takes much longer to process words into sentences.

Βελτίωση Επιχειρησιακών Διεργασιών

noun (strategy for increasing efficiency)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών

noun (optimizing business processes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κονσερβοποίηση

noun (process of putting food in tins)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου

noun (legal action)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνήθης διαδικασία

noun (standard procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νόμιμη οδός

noun (established course of legal proceedings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If arrested, you have the right to due process.

μέθοδος εκτύπωσης με τέσσερα χρώματα

noun (four-hue printing method)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαδικασία ψύξης

noun (procedure for making [sth] frozen)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάρρωση

noun (recovery from injury)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was in a bad accident, so the healing process may take a few weeks.

συμφιλίωση

noun (figurative (reconciliation after rift)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εν εξελίξει

adjective (underway, ongoing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Preparations for the 2012 Olympics are in process.

υπό επεξεργασία

adjective (goods: in manufacture) (ανάλογα τη διαδικασία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

επί τη ευκαιρία

expression (while doing [sth])

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Janine has been studying German at school, and in the process, she's made new friends.
Η Τζανίν μαθαίνει γερμανικά στο σχολείο και, επί τη ευκαιρία, έκανε καινούργιους φίλους.

καθώς

expression (during, in the course of)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
The robber tripped and broke his leg in the process of trying to flee.

είμαι στη διαδικασία

verbal expression (be doing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I am in the process of applying for a visa to travel to the USA.

δικονομία

noun (court procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The legal process to get squatters out of a property can take a long time.

διαδικασία παραγωγής

noun (chain of production)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We need to analyze the entire manufacturing process.

διαδικασία της αγοράς

noun (workings of commerce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The book explains how the market process works.

διαδικασία ελέγχου ποιότητας

noun (procedure for assessing [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All the courses offered by the college go through a quality review process.

διαδικασία επιλογής

noun (procedure for choosing [sth] or [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίδοση δικογράφου

noun (law: notice of action)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκέψη

noun (thinking, train of thought)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξιφοειδής απόφυση

noun (lower part of breastbone)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του process στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του process

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.