Τι σημαίνει το convicted στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης convicted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του convicted στο Αγγλικά.

Η λέξη convicted στο Αγγλικά σημαίνει καταδικασμένος, εξαπατάω, εξαπατώ, παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ, τρώω, απάτη, κομπίνα, μειονέκτημα, κατάδικος, κατά, πλην, μείον, συντηρητικός, αποστηθίζω, καταδικάζω, κατάδικος, καταδικασμένος για κακούργημα, καταδικασμένος για κακουργηματική πράξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης convicted

καταδικασμένος

adjective (found guilty of a crime)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The convicted man was sent to prison.

εξαπατάω, εξαπατώ

transitive verb (informal (trick, swindle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The suspect apparently conned a number of elderly people.
Ο ύποπτος από ότι φαίνεται εξαπάτησε αρκετούς ηλικιωμένους.

παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ

verbal expression (informal (trick [sb] into doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My friends conned me into going to see a musical.
Οι φίλοι μου με παρασύρανε για να πάμε να δούμε ένα μιούζικαλ.

τρώω

verbal expression (informal (swindle money from [sb]) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The criminal conned one of his victims out of ten thousand dollars.
Ο εγκληματίας απέσπασε από ένα από τα θύματά του δέκα χιλιάδες δολάρια.

απάτη, κομπίνα

noun (informal (trick, swindle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred lost two hundred dollars in a con.
Ο Φρεντ έχασε διακόσια δολάρια σε μια απάτη.

μειονέκτημα

noun (disadvantage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The plan's major con is its high cost.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σχεδίου είναι το υψηλό του κόστος.

κατάδικος

noun (informal, abbreviation (prisoner, convict)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατά, πλην, μείον

noun (usually plural (disadvantage, point against [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Each of the options has its pros and its cons.
Κάθε επιλογή έχει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της.

συντηρητικός

adjective (UK, written, abbreviation (politics: Conservative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fred Bloggs (Con.) has been elected as the MP for this constituency.
Ο Φρεντ Μπλογκς (Συντηρητικός) έχει εκλεγεί βουλευτής σε αυτήν την εκλογική περιφέρεια.

αποστηθίζω

transitive verb (archaic (learn by heart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταδικάζω

transitive verb (of a crime)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Danny was convicted of armed robbery.
Ο Ντάνυ καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία.

κατάδικος

noun (person in jail)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Writing letters to convicts can be dangerous.
Το να γράφεις γράμματα σε κατάδικους μπορεί να είναι επικίνδυνο.

καταδικασμένος για κακούργημα, καταδικασμένος για κακουργηματική πράξη

noun ([sb] found guilty of serious crime)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A convicted felon is not allowed to serve on a jury.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του convicted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του convicted

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.