Τι σημαίνει το guilty στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης guilty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του guilty στο Αγγλικά.

Η λέξη guilty στο Αγγλικά σημαίνει ένοχος, ένοχος, ένοχος για κτ, ένοχος, ένοχος, ένοχος, φοβερά, νιώθω ενοχές, αισθάνομαι ενοχές για κτ, αισθάνομαι μετανοιωμένος, κρίνω ένοχο/αθώο, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, ένοχη συνείδηση, παραδοχή ενοχής, ένοχη απόλαυση, ετυμηγορία ενοχής, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος, αθώος, αθωωτική ετυμηγορία, δηλώνω ένοχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης guilty

ένοχος

adjective (culpable, to blame)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The detective inspector questioned the suspect to ascertain whether she was guilty.

ένοχος

adjective (convicted of a crime)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The jury found her guilty on all charges.
Οι ένορκοι την έκριναν ένοχη για όλες τις κατηγορίες.

ένοχος για κτ

(responsible for a crime, etc.)

Bob may be a thief, but I don't believe he is guilty of murder.

ένοχος

expression (culpable) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was guilty of misleading his co-workers about his intentions.
Ευθυνόταν για την παραπλάνηση των συνεργατών του σχετικά με τις προθέσεις του.

ένοχος

adjective (showing feelings of guilt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Charlie was standing next to the broken vase with a guilty look on his face.
Ο Τσάρλι στεκόταν δίπλα στο σπασμένο βάζο με ένα ένοχο βλέμμα στο πρόσωπό του.

ένοχος

adjective (entailing guilt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chocolate is his guilty secret.
Η σοκολάτα είναι το ένοχο μυστικό του.

φοβερά

expression (slang (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νιώθω ενοχές

(feel responsible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I feel guilty when I think of all the things my parents sacrificed for me.

αισθάνομαι ενοχές για κτ

verbal expression (feel regretful about [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I feel guilty about my bad behaviour.

αισθάνομαι μετανοιωμένος

(feel regretful) (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I felt guilty for cheating on the test.

κρίνω ένοχο/αθώο

transitive verb (reach verdict on) (ετυμηγορία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jury found the defendant guilty on all charges.
Οι ένορκοι έκριναν τον κατηγορούμενο ένοχο για όλες τις κατηγορίες.

αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ

(often passive (law: convict) (για την ενοχή κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recently, Apple has been found guilty of wilfully infringing on a patent.

ένοχη συνείδηση

noun (feeling of having done wrong)

παραδοχή ενοχής

noun (law: admission of responsibility)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ένοχη απόλαυση

noun (enjoyable but bad)

ετυμηγορία ενοχής

noun (legal judgment: guilty of a crime)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The judge sentenced the defendant according to the jury's guilty verdict.

κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος

verbal expression (cause [sb] to feel blame)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My friend made me feel guilty because I took so long to get ready that we missed the bus.

αθώος

adjective (innocent of a crime)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was found not guilty on all four charges of murder.

αθωωτική ετυμηγορία

noun (legal judgement: innocent of a crime)

The jury delivered a not-guilty verdict on the grounds of lack of evidence.

δηλώνω ένοχος

verbal expression (defendant: declare guilt)

He told his lawyer he was going to plead guilty to all the charges against him.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του guilty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του guilty

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.