Τι σημαίνει το correndo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης correndo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του correndo στο πορτογαλικά.

Η λέξη correndo στο πορτογαλικά σημαίνει βιάζομαι, βιάζομαι, το σκάω, το βάζω στα πόδια, την κάνω, τρέχω, φεύγω τρέχοντας από κτ, γυρίζω γρήγορα, περνώ βιαστικά από κάπου, γίνομαι καπνός, την κάνω, του δίνω, πλησιάζω βιαστικά, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, περνάω βιαστικά, πάω βολίδα, πάω σφαίρα, προσπερνάω βιαστικά, χιμάω, χιμώ, φεύγω, βγαίνω έξω, τρέχω να κάνω κτ, βιάζομαι να κάνω κτ, βγαίνω τρέχοντας από κτ, φεύγω τρέχοντας από κτ, το σκάω, ορμάω έξω από κτ, τρέχω, ανεβαίνω κτ γρήγορα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης correndo

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βιάζομαι

(com pouco tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A editora estava com pressa para preparar o livro a tempo do período antes do natal.
Ο εκδότης βιάζονταν να ετοιμάσει εγκαίρως το βιβλίο για την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα.

το σκάω, το βάζω στα πόδια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vi o intruso fugir assim que ele ouviu o alarme.
Είδα τον εισβολέα να το σκάει, αμέσως μόλις άκουσε τον συναγερμό.

την κάνω

(gíria: sair rapidamente) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando as pessoas da festa ouviram que a polícia estava chegando, muitos vazaram.
Πολλοί από όσους ήταν στο πάρτι την έκαναν, όταν άκουσαν ότι έρχεται η αστυνομία.

τρέχω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω τρέχοντας από κτ

locução verbal (informal, sair com pressa) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυρίζω γρήγορα

περνώ βιαστικά από κάπου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι καπνός

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την κάνω, του δίνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλησιάζω βιαστικά

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα

locução verbal

περνάω βιαστικά

locução verbal

πάω βολίδα, πάω σφαίρα

locução verbal (informal) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσπερνάω βιαστικά

locução verbal (κάποιον/κάτι)

χιμάω, χιμώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cachorro saiu correndo pela porta.
Το σκυλί όρμησε έξω από την πόρτα.

φεύγω, βγαίνω έξω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω να κάνω κτ, βιάζομαι να κάνω κτ

locução verbal (mover-se apressadamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Daisy viu a árvore caindo e saiu correndo para sair da frente.
Η Ντέιζι είδε το δέντρο να πέφτει και έτρεξε να απομακρυνθεί.

βγαίνω τρέχοντας από κτ, φεύγω τρέχοντας από κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το σκάω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lucy deixou a porta da frente aberta e o labrador dela saiu em disparada.
Η Λούσι άφησε ανοιχτή την εξώπορτα και το λαμπραντόρ της το έσκασε.

ορμάω έξω από κτ

O cavalo assustado saiu em disparada do estábulo.
Το τρομαγμένο άλογο όρμησε έξω από τον στάβλο.

τρέχω

(escapar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Corra para se salvar!

ανεβαίνω κτ γρήγορα

locução verbal

A infantaria subiu correndo a colina para enfrentar o ataque.
Το πεζικό ανέβηκε γρήγορα τον λόφο για να αντιμετωπίσει την επίθεση.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του correndo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.