Τι σημαίνει το correr στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης correr στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του correr στο πορτογαλικά.

Η λέξη correr στο πορτογαλικά σημαίνει τρέχω, τρέχω, τερματίζω, τρέχω σε κπ, έρχομαι, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, διατρέχω, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, κυλάω, τρέχω, σπριντάρω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, πετάγομαι, προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά, διαδίδομαι γρήγορα σε κτ, κουνιέμαι, ταρακουνιέμαι, τρέχω, συναγωνίζομαι, κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα, παραβγαίνω, κινούμαι, τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, -, μεταφέρω γρήγορα, μεταφέρω βιαστικά, τρέχω, κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, φεύγω γρήγορα, ορμώ, βιάζομαι, βιάζομαι να κάνω κάτι, πετάγομαι, βιάζομαι, ορμάω, ορμώ, χιμάω, χιμώ, κάνω τζόκινγκ, τρέχω, τρέχω, τρέχω, βιάζομαι, το σκάω, το βάζω στα πόδια, ρέω, τρέχω, κυλάω, παίρνω, προχωρώ γρήγορα, ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω, κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσω, επιδιώκω, επιζητώ, τραβώ στην άκρη, κυνηγάω, κυνηγώ, σκίζω, ομαλά, απρόσκοπτα, ρολό, βόλτα με κλεμμένο αμάξι, είμαι αβέβαιος, τρέχω προς κτ, καπαρώνω, το τολμάω, ρισκάρω, έχω άλογα κούρσας, παίρνω το ρίσκο, ψάχνω για δουλειά, ρισκάρω, τρέχω γύρω-γύρω, εκτός ελέγχου, εξελίσσομαι ομαλά, τρέχω, προηγούμαι, προπορεύομαι, τρέχω ελεύθερα, κυνηγώ, αποφεύγω, κάνω κύκλους, ρισκάρω να κάνω κτ, φημολογείται ότι κάνω κτ, παίρνω το ρίσκο να κάνω κτ, τρέχω, τρέχω σε κπ/κτ, ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες, επιτόπιος, μένω ως έχω, παραμένω ως έχω, κολλάω, τρέχω γυμνός, κρύβομαι πίσω από κπ/κτ, τρέχω, κάνω πραγματικότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης correr

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quão rápido você consegue correr?
Πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις;

τρέχω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele corre 5 km todas as manhãs.
Κάνει τρία χιλιόμετρα τζόκινγκ κάθε μέρα.

τερματίζω

verbo transitivo (corrida de cavalo: terminar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu cavalo correu em terceiro.

τρέχω σε κπ

(ir em auxílio de) (συχνά αποδοκιμασίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele sempre corre para o professor quando zombam dele.

έρχομαι

verbo transitivo (ir rapidamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Larry deixou os dedos correrem pela superfície tátil da escultura.

διατρέχω

(pôr-se em risco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não queremos correr o risco de sermos processados.

περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela correu os dedos pela seda fina.

τρέχω

(escapar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Corra para se salvar!

τρέχω

(fluir) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As lágrimas dela caíram sobre a carta e fizeram a tinta escorrer. Não lave esta camisa nova com os lençóis; a cor escorrerá.

τρέχω

(entrar em disputa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele gosta de correr em competições.

τρέχω, κυλάω

(fluir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O sangue corria pelas costas dele.

τρέχω

verbo transitivo (em disparada)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As crianças correram em disparada pelo playground.
Τα παιδιά έτρεχαν πέρα δώθε στην παιδική χαρά.

σπριντάρω

(a toda velocidade) (τρέχω πολύ γρήγορα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Είμαι καλός στις μεγάλες αποστάσεις, αλλά δεν είμαι πολύ γρήγορος όταν σπριντάρω.

τρέχω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu o vi correndo pela rua essa manhã tentando não perder o ônibus.
Σε είδα να τρέχεις στον δρόμο σήμερα το πρωί για να μη χάσεις το λεωφορείο σου.

τρέχω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάγομαι

(ir apressadamente) (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα;

προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά

(pessoa)

διαδίδομαι γρήγορα σε κτ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουνιέμαι, ταρακουνιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω

(exceder o limite) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não corra, senão a polícia vai apreender a sua carteira de motorista.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχετε υπερβεί κατά πολύ το όριο ταχύτητας και θα πρέπει να υποβληθείτε σε αλκοτέστ.

συναγωνίζομαι

(competir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κυλάω γρήγορα, κυλώ γρήγορα, ρέω γρήγορα

(depressa, rapidamente) (μέσα από κτ, μέσα σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A água corria depressa pelos canais. Apavorado, Neil sentia o sangue correndo em suas veias.
Το νερό κύλησε γρήγορα μέσα στα κανάλια. Τρομοκρατημένος, ο Νηλ ένιωθε το αίμα να κυλάει γρήγορα στις φλέβες του.

παραβγαίνω

(competir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os irmãos gostavam de correr.
Στα αδέρφια άρεσε να παραβγαίνουν στο τρέξιμο.

κινούμαι

(carro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este novo carro corre tão macio!

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele correu para fora da sala quando se lembrou de seu compromisso.

τρέχω

(mover-se rápido)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leah correu pelo quarto. Os prestadores de serviços de emergência estão correndo para o local do desastre.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Λία έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο.

τρέχω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

-

verbo transitivo (fazer correr) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Jeremy corria o carrinho de bebê rua abaixo.
Ο Τζέρεμυ κατέβηκε το δρόμο σπρώχνοντας γρήγορα το καρότσι.

μεταφέρω γρήγορα, μεταφέρω βιαστικά

verbo transitivo (carregar apressadamente)

Os paramédicos correram com o Fred para o hospital.

τρέχω

(pessoa) (μτφ: πάω βιαστικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κοιτώ γρήγορα, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estou voando por essas frases de exemplo.

φεύγω γρήγορα

(sair rapidamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lamento deixar você, mas devo correr.
Λυπάμαι που σε αφήνω, αλλά πρέπει να βιαστώ.

ορμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele apressou-se pelo aeroporto afora para pegar o avião.
Όρμησε μέσα στο αεροδρόμιο για να προλάβει το αεροπλάνο.

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era tarde, por isso Tom acelerou para casa.
Ήταν αργά και έτσι ο Τομ βιάστηκε να πάει σπίτι.

βιάζομαι να κάνω κάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jenna acelerou para terminar o trabalho dela.
Η Τζένα βιαζόταν να τελειώσει τη δουλειά της.

πετάγομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O bandido disparou por um beco quando viu a polícia chegando.
Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται.

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos, se apresse! Vamos nos atrasar!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Άντε, κουνήσου! Θα αργήσουμε!

ορμάω, ορμώ, χιμάω, χιμώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω τζόκινγκ

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter estava cansado, então ele fez cooper lentamente.
Ο Πήτερ ήταν κουρασμένος και έτσι έτρεχε αργά.

τρέχω

(EUA, informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βιάζομαι

verbo transitivo (ir mais rapidamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você não se apressar, vamos nos atrasar.
Αν δεν ξεκουνηθείς, θ' αργήσουμε.

το σκάω, το βάζω στα πόδια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρέω

(manar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A água chegou fluindo da bica.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το νερό που ανάβλυζε από την πηγή ήταν παγωμένο και πεντακάθαρο.

τρέχω, κυλάω

verbo transitivo (cair lágrima) (δάκρυα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As lágrimas rolaram pelas bochechas.

παίρνω

(deixar-(se) levar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devíamos deixar os acontecimentos seguirem seu curso.
Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους.

προχωρώ γρήγορα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
João apressou-se a sair de casa para chegar a horas ao trabalho.

ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η αστυνομία κυνήγησε τον διαρρήκτη και τον έπιασε στον κήπο της γειτόνισσάς μου.

επιδιώκω, επιζητώ

(procurar obter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela busca fama e fortuna.
Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία.

τραβώ στην άκρη

(recolher/abrir: cortinas, coberta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η ηλικιωμένη τράβηξε τις κουρτίνες στην άκρη, για να ατενίσει από το παράθυρο.

κυνηγάω, κυνηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os meninos perseguiram o cachorro quando ele saiu correndo com a bola deles.
Τα αγόρια κυνήγησαν τον σκύλο όταν έφυγε τρέχοντας με την μπάλα τους.

σκίζω

(BRA: informal) (αργκό, μτφ: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
José detonou na prova.
Παρά τη δυσκολία του διαγωνίσματος, η Μαίρη έσκισε.

ομαλά, απρόσκοπτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O projeto está indo sem percalços; devemos ter tudo pronto pontualmente.
Το πρότζεκτ προχωράει ομαλά, θα έχουμε τελειώσει τα πάντα στην ώρα μας.

ρολό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βόλτα με κλεμμένο αμάξι

expressão verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

είμαι αβέβαιος

(figurado: precário)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

τρέχω προς κτ

(κυριολεκτικά, μεταφορικά)

καπαρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το τολμάω

expressão (figurado: ousar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Επιτέλους αποφάσισα να το τολμήσω. Θα κάνω τατουάζ!

ρισκάρω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω άλογα κούρσας

locução verbal (colocar cavalos em corridas)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παίρνω το ρίσκο

(jogar, assumir risco potencial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψάχνω για δουλειά

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρισκάρω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω γύρω-γύρω

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτός ελέγχου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A multidão correu descontroladamente ao som de tiros. O fazendeiro ficou alarmado ao encontrar uma raposa correndo descontroladamente no galinheiro.

εξελίσσομαι ομαλά

(correr facilmente sem impedimentos)

τρέχω

expressão verbal (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nós queríamos um jardim onde as crianças pudessem correr para cima e para baixo.
Θέλαμε έναν κήπο όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να τρέχουν και να παίζουν.

προηγούμαι, προπορεύομαι

(πηγαίνω πρώτος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω ελεύθερα

expressão

κυνηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu cachorro adora correr atrás de uma bola.
Ο σκύλος μου τρελαίνεται να κυνηγάει μπάλες.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κύκλους

(não progredir) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρισκάρω να κάνω κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φημολογείται ότι κάνω κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Corre um boato de que o político está tendo um caso.

παίρνω το ρίσκο να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα αγόρια έτρεξαν στην μπροστινή πλευρά της εκκλησίας.

ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο Τζον είναι μάλλον άσχημος, αλλά πάντα ψάχνει μάταια για όμορφα κορίτσια.

επιτόπιος

expressão verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim pulou sem correr no ar e pegou o frisbee.

μένω ως έχω, παραμένω ως έχω

(deixar que algo ocorra, sem interferir)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Deixe estar. Não queremos causar nenhum problema.
Απλά άσε το θέμα να μείνει ως έχει. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα.

κολλάω

expressão verbal (στον μπροστινό μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O carro correu no vácuo na frente dele para economizar combustível e aumentar a velocidade.

τρέχω γυμνός

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O homem correu pelado pelo campo de futebol.

κρύβομαι πίσω από κπ/κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρέχω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω πραγματικότητα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Παρότρυνε τους μαθητές του να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του correr στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του correr

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.