Τι σημαίνει το criado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης criado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του criado στο ισπανικά.

Η λέξη criado στο ισπανικά σημαίνει υπηρέτης, υπηρέτρια, υπηρέτης, εκτρεφόμενος, ακόλουθος, συνοδός, υπηρέτης, υπηρέτρια, οικονόμος, οικονόμος, υπηρέτης, οικιακός βοηθός, οικιακή βοηθός, εκτρέφω, έχω, ανατρέφω, εκτρέφω, αναθρέφω, ανατρέφω, εκτρέφω, εκτρέφω, φροντίζω, που τρέφεται με καλαμπόκι, μεγαλωμένος στην επαρχία, που έχει τραφεί με καλαμπόκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης criado

υπηρέτης, υπηρέτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Antes de la Segunda Guerra Mundial, muchos hogares de Reino Unido contaban con criados.
Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά νοικοκυριά στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν υπηρέτες.

υπηρέτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκτρεφόμενος

adjetivo (animales) (ζώο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La mayoría de los países tienen leyes que regulan las condiciones de vida de los animales criados.

ακόλουθος, συνοδός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπηρέτης, υπηρέτρια

(πιστός, μακρόχρονος)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Jeeves es un leal sirviente de la familia.

οικονόμος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Larry se puso contento al ver que el criado había limpiado el baño.

οικονόμος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Jane dejó los platos sucios al ama de llaves y se fue a trabajar.
Η Τζέιν άφησε τα βρώμικα πιάτα για την οικονόμο και πήγε στη δουλειά.

υπηρέτης

(formal) (παλαιότερο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικιακός βοηθός, οικιακή βοηθός

Un equipo de empleados domésticos limpiaba la casa.
Μια ομάδα οικιακών βοηθών καθάριζε το σπίτι.

εκτρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granjero cría ovejas y vacas.
Ο αγρότης εκτρέφει πρόβατα και αγελάδες.

έχω

verbo transitivo (ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella ha criado abejas por cuarenta años.
Εκτρέφει μέλισσες πάνω από σαράντα χρόνια.

ανατρέφω

(niños)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chris y Margaret criaron a sus hijos para que respetaran a los demás.
Ο Κρις και η Μάργκαρετ ανέθρεψαν (or: μεγάλωσαν) τα παιδιά τους διδάσκοντάς τους να σέβονται τους άλλους.

εκτρέφω

verbo transitivo (animales)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack cría ganado en su granja.
Ο Τζακ εκτρέφει βοοειδή στο αγρόκτημά του.

αναθρέφω, ανατρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres de Nelly la criaron para ser una dama.
Οι γονείς της Νέλι την ανέθρεψαν να γίνει μια σωστή κυρία.

εκτρέφω

verbo transitivo (animales)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granjero que vive allá cría ovejas.

εκτρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joe cría ovejas.

φροντίζω

(plantas y animales)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un buen jardinero alimenta y cuida sus plantas.
Ένας καλός κηπουρός φροντίζει και ενδιαφέρεται για τα φυτά του.

που τρέφεται με καλαμπόκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nuestros pollos de corral son alimentados exclusivamente con maíz.

μεγαλωμένος στην επαρχία

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει τραφεί με καλαμπόκι

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του criado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.