Τι σημαίνει το cruce στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cruce στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cruce στο ισπανικά.

Η λέξη cruce στο ισπανικά σημαίνει διασταύρωση, διάβαση, διασταύρωση, διασταύρωση, κυκλοφοριακός κόμβος, υβρίδιο, διασταύρωση, μπασταρδεμένος, ημίαιμο, σημείο τομής, διασταύρωση, ζευγάρωμα, διασταύρωση, σταυροδρόμι, που δεν είναι ράτσας, διχάλα, υβρίδιο, ένωση, διασχίζω, περνώ, διέρχομαι, περνάω, διασχίζω, διασταυρώνω, διασταυρώνω, διασχίζω, περνώ, διασχίζω, περνάω, διατρέχω, διασχίζω, περνάω, περνώ, διασχίζω περπατώντας, διασχίζω, περνώ, διασταυρώνομαι, ζευγαρώνω, σταυρώνω, σταυρώνω, κάνω διγράμμιση, διασταυρώνω, διασταυρώνομαι, διασχίζω, διασχίζω, διχοτομώ, διασχίζω διαγώνια, κόβω εγκάρσια, διασχίζω, γεφυρώνω, διάβαση πεζών, η πράξη του να διασχίζεις δρόμο σε λάθος σημείο, διάβαση πεζών, διάβαση πεζών, σύνορα, σχολικός τροχονόμος, σαμαράκι, διάβαση «Πελεκάνου», λεκτική αναμέτρηση, κοντινά φώτα, μικρά φώτα, είδος φαναριού που επισημαίνει τις διαβάσεις πεζών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cruce

διασταύρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Presta atención a la señal del cruce.
Πρόσεχε τη σηματοδότηση στη διασταύρωση.

διάβαση

(σε δρόμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esa señal indica un paso peatonal.
Εκείνο το σήμα δείχνει διάβαση πεζών.

διασταύρωση

(AR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nueva raza resultó de la cruza de dos tipos distintos de cabra.

διασταύρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El camión giró a la izquierda en el cruce.
Πρέπει να μπούμε στην εθνική από τον κόμβο 3 και να βγούμε στον 16.

κυκλοφοριακός κόμβος

Hubo un accidente en el último cruce.

υβρίδιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este perro no es de raza pura. Se trata de un cruce de Pastor alemán y Mastín del pirineo.

διασταύρωση

(datos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπασταρδεμένος

(orígenes mixtos)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ημίαιμο

nombre masculino (ES) (για ζώα)

Ese hermoso perro es un cruce.

σημείο τομής

nombre masculino (figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Η νέα επιστήμη βρίσκεται στο σημείο τομής της βιολογίας και της τέχνης.

διασταύρωση

(híbrido)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El tangelo es un cruce entre la toronja y la mandarina.
Το τάνγκελο είναι υβρίδιο γκρέιπ φρουτ και μανταρινιού.

ζευγάρωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El apareamiento es difícil para algunos animales como la hiena.

διασταύρωση

(δρόμων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El museo está en la intersección de la calle Monroe y la avenida Michigan.

σταυροδρόμι

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dobla a la derecha en la tercera intersección y sigue por dos millas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στρίψε δεξιά στην τρίτη διασταύρωση και προχώρησε δυο μίλια.

που δεν είναι ράτσας

(AR, veterinario) (ζώα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Reproducir las cruzas con los pura raza mejora la calidad del rebaño.

διχάλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siempre que Brian llegaba a una bifurcación en el camino, iba a la izquierda.
Κάθε φορά που ο Μπράιαν έφτανε σε μια διχάλα στον δρόμο, πήγαινε στα αριστερά.

υβρίδιο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Su argumento era un híbrido de opiniones y esperanza.

ένωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La unión de dos vidas es un negocio complicado.

διασχίζω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Para cruzar la frontera, necesitabas un pasaporte válido.
Για να διασχίσεις (or: περάσεις) τον έλεγχο στα σύνορα, χρειαζόσουν ένα έγκυρο διαβατήριο.

διέρχομαι, περνάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Demoramos 20 minutos en cruzar el Túnel Mont Blanc.
Μας πήρε είκοσι λεπτά για να περάσουμε από τη σήραγγα Μοντ Μπλαν.

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cruzó la calle cuando el tráfico se detuvo.
Πέρασε τον δρόμο όταν σταμάτησε η κυκλοφορία.

διασταυρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασταυρώνω

(datos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si quieres cruzar el desierto debes llevar gran cantidad de agua.

διασχίζω, περνάω, διατρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A veces cruzamos al bar de enfrente a tomar un trago.

διασχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La autopista cruza el pueblo.

περνάω, περνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando pases a otro coche, no cruces la línea blanca continua en el medio de la carretera.

διασχίζω περπατώντας

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Solo tienes que cruzar el puente para llegar a la otra parte de la ciudad.
Απλά διέσχισε περπατώντας τη γέφυρα για να πας στην άλλη πλευρά της πόλης. Έπρεπε να διασχίσω περπατώντας όλο το Γιορκ για να βρω το σπίτι σου.

διασχίζω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los cazadores tuvieron que cruzar los árboles para llegar al venado herido.
Οι κυνηγοί έπρεπε να διασχίσουν μια συστάδα δέντρων για να προσεγγίσουν το τραυματισμένο ελάφι.

διασταυρώνομαι

verbo transitivo (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Está en la intersección donde Addison Street cruza Sheridan Road.
Είναι στη διασταύρωση όπου η οδός Άντισον συναντάει την οδό Σέρινταν.

ζευγαρώνω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cruzaron a esta yegua con un burro y dio a luz a una mula.
Αυτό το θηλυκό άλογο ζευγάρωσε με έναν γάιδαρο και γέννησε ένα μουλάρι.

σταυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cruza una línea vertical con una horizontal para formar la letra "t".
Τμήστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια, για να σχηματίσετε το γράμμα “t”.

σταυρώνω

verbo transitivo (piernas, brazos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es cómodo cruzar las piernas cuando te sientas.
Είναι βολικό να σταυρώνεις τα πόδια σου όταν κάθεσαι.

κάνω διγράμμιση

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es mejor cruzar el cheque para prevenir que alguien más lo cobre.

διασταυρώνω

verbo transitivo (κάτι με/και κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El biólogo intentaba cruzar una rosa y un lirio.

διασταυρώνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La vía férrea cruza la autopista justo pasando la ciudad.

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El invierno se recrudeció a medida que las tropas atravesaban el frente Oriental

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El Sendero de los Apalaches atraviesa longitudinalmente los montes Apalaches.

διχοτομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασχίζω διαγώνια

La autopista atraviesa el condado y pasa por dos grandes ciudades.

κόβω εγκάρσια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διασχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pasamos por encima de las Montañas Rocosas en nuestra épica caminata.

γεφυρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El árbol caído atravesaba el arroyo.

διάβαση πεζών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η πράξη του να διασχίζεις δρόμο σε λάθος σημείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El cruce imprudente de una calle puede parecer un crimen menor, pero puede desencadenar accidentes serios.

διάβαση πεζών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A los niños se les dice que crucen la carretera por el cruce de peatones.
Στα παιδιά υποδεικνύεται να διασχίζουν το δρόμο από τις διαβάσεις πεζών.

διάβαση πεζών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Deberías haber cruzado por el cruce peatonal en lugar de por aquí.

σύνορα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nos quedamos varados en el cruce de frontera por horas, pues los inspectores estaban de paro.

σχολικός τροχονόμος

El guardia de cruce escolar es muy amable, juega con los niños y charla con los peatones más mayores.

σαμαράκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El cruce peatonal asegura que los autos detendrán la marcha.

διάβαση «Πελεκάνου»

(con semáforo manual)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λεκτική αναμέτρηση

nombre masculino

κοντινά φώτα, μικρά φώτα

είδος φαναριού που επισημαίνει τις διαβάσεις πεζών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La instalación de una lámpara en el cruce peatonal ha reducido el número de accidentes.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cruce στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.