Τι σημαίνει το cut out στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cut out στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cut out στο Αγγλικά.

Η λέξη cut out στο Αγγλικά σημαίνει αφαιρώ, κόβω, βγάζω, βγάζω, σβήνω, κόβομαι, την κάνω, κτ κομμένα από χαρτί, κομμένος από κτ, σύστημα διακοπής, φτιαγμένος για κτ, φτιαγμένος για να κάνει κτ, με περιμένει δύσκολη δουλειά, κατάλληλος για να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cut out

αφαιρώ

phrasal verb, transitive, separable (remove by cutting)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctors cut the tumour out, removing the cancer. Audrey cut the picture out of the magazine.
Η Ώντρεϋ έκοψε τη φωτογραφία από το περιοδικό.

κόβω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (text, scene: excise) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The director cut the scene out from the final version of the film.
Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας.

βγάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (eliminate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was told to cut out starchy carbs from her diet.
Της είπαν να βγάλει τους αμυλούχους υδατάνθρακες από τη δίαιτά της.

βγάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (stop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you want to live longer, cut out the stress from your life.
Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου.

σβήνω

phrasal verb, transitive, separable (US, informal (turn off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβομαι

phrasal verb, intransitive (power, electricity: stop) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The power suddenly cut out and we were plunged into darkness.
Κόπηκε το ρεύμα ξαφνικά και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι.

την κάνω

phrasal verb, intransitive (US, slang (depart abruptly) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the partygoers heard the police were coming, many cut out.
Πολλοί από όσους ήταν στο πάρτι την έκαναν, όταν άκουσαν ότι έρχεται η αστυνομία.

κτ κομμένα από χαρτί

noun (shape cut from [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The classroom was decorated with cutouts of apples and pencils. A cut-out of a Christmas tree was hanging in the window.
Η τάξη ήταν διακοσμημένη με μήλα και μολύβια κομμένα από χαρτί.

κομμένος από κτ

adjective (shape: cut from [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The children decorated cutout cookies on Christmas Eve.
Τα παιδιά διακόσμησαν ομοιώματα μπισκότων την παραμονή των Χριστουγέννων.

σύστημα διακοπής

adjective (safety device: interruptor) (γενικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φτιαγμένος για κτ

adjective (informal, figurative (person: able, suited)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When he got caught the second time, he decided he wasn't cut out for a life of crime.

φτιαγμένος για να κάνει κτ

adjective (informal, figurative (person: able, suited)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some people aren't cut out for dealing with the public.
Μερικοί άνθρωποι δεν το έχουν με τις συναλλαγές με το κοινό.

με περιμένει δύσκολη δουλειά

verbal expression (informal, figurative (have a hard task ahead)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The house Joe and Maggie have bought needs a lot of renovation; they certainly have their work cut out for them.

κατάλληλος για να κάνω κτ

expression (informal, figurative (person: suited)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was never cut out to be a doctor.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cut out στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.