Τι σημαίνει το cut στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cut στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cut στο Αγγλικά.
Η λέξη cut στο Αγγλικά σημαίνει κόβω, κάνω τομή, κόβω, κόβω, κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ, κόβω, ρίχνω, κόβω, κόψιμο, σχίσιμο, κόψιμο, περικοπή, περικοπή, μερίδιο, μετάβαση, λήψη, κόψιμο, επιλογή, κατ, διακοπή, σχόλιο, κομμάτι, μέρος, κροτάλισμα, κόβω, κόβομαι, κόβω, πονάω, κατ, στοπ, κόβω, τραβάω χαρτί, κόβω, πηδάω, στερώ, διακόπτω, κόβω, κόβω, κόβω, διασταυρώνομαι, πονάω, κόβω, ανοίγω, κόβω, χτυπάω κοφτά, αντέχω, κάνω κοπάνα, αραιώνω, στειρώνω, βγάζω, κροταλίζω, κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπ, κόβω δρόμο, ξεπερνώ τα όρια, διαχωρίζω, διαιρώ, πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων, αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτ, μειώνω, μειώνω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, περιορίζω, σκοτώνω, πετάγομαι μπροστά, χώνομαι, διακόπτω, σταματώ, αποκόπτω, απομακρύνω, κόβω, διακόπτω, αφαιρώ, κόβω, βγάζω, βγάζω, σβήνω, κόβομαι, την κάνω, κάνω μετάζευξη, κόβω κομματάκια, κόβω, μια κλάση πάνω, ανώτερος, καρέ, boot-cut, bootcut, καπελάκι, κούρεμα με την ψιλή, ευπαρουσίαστος, περιποιημένος, λιτός, απέριττος, απλός, σαφής, ξεκάθαρος, αποψιλώνω, αλλαντικά, κόβω δαπάνες, κόβω έξοδα, περικοπή δαπανών, αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω, αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω, κοντοκουρεμένος, κυμματιστός, κόβω εγκάρσια, εναλάσσω, εναλάσσω, υποτείνουσα, παράλληλο μοντάζ, κομμένος εγκάρσια, συνδεδεμένος, κερδίζω τις εντυπώσεις, κλέβω την παράσταση, κάνω μια συμφωνία, κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή, κάνω αποκοπή κι επικόλληση, κάνω αποκοπή κι επικόλληση σε κτ, φεύγω τρέχοντας, φεύγω τρέχοντας, η ένταση του..., αποκόπτω, κάνω κοπάνα, κάνω οικονομία, μειώνω το κόστος, περιορίζω το κόστος, κόβω, κριτικάρω, μόλις που προλαβαίνω, προλαβαίνω παρά τρίχα, χαραγμένο γυαλί, χαραγμένου γυαλιού, δίνω μερίδιο, χώνομαι μπροστά από, κόβω στα δύο, κόφτο, σταμάτα, κόφτο, σταμάτα, απελευθερώνομαι, απελευθερώνομαι, απολύω, δεν πιάνω, δεν πιάνω σε κπ, κόβω, κάνω κπ ρεζίλι, κάνω κτ να αποτύχει, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, ανοίγω, φτιαγμένος για κτ, φτιαγμένος για να κάνει κτ, με περιμένει δύσκολη δουλειά, κατάλληλος για να κάνω κτ, με μειωμένη τιμή, ρίχνω τις τιμές, διακόπτω, δίνω ελαφρυντικά σε κπ, είμαι κατάλληλος, κόβω, αφήνω, κόβω, ειδική παραγγελία, διαμελίζω, κάνω κομμάτια,εκμηδενίζω, μπαίνω στο ψητό, ψιλοκομμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cut
κόβωtransitive verb (chop or slice into pieces) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mother cut her daughter's dinner into small pieces. Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
κάνω τομήtransitive verb (slice into [sth/sb]) (σε κάποιον, κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The doctor cut the patient to begin his surgery. Ο γιατρός έκανε τομή στον ασθενή για να ξεκινήσει την επέμβαση. |
κόβωtransitive verb (trim) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My hair is getting too long, so I'll need to cut it soon. Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω). |
κόβωtransitive verb (figurative (reduce, edit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We need to cut some time off the length of this speech. Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος. |
κόβω κτ σε κτ, τεμαχίζω κτ σε κτ(chop up, slice [sth]) The mother cut her daughter's dinner into small pieces. Η μητέρα έκοψε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
κόβω(slice [sth] with a knife, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The surgeon cut into the patient's chest. Ο χειρούργος έκανε μια τομή στο στήθος του ασθενή. |
ρίχνωtransitive verb (figurative (prices: reduce) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The supermarket chain is cutting its prices in order to attract more customers. Το σουπερμάρκετ ρίχνει τις τιμές του για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες. |
κόβω(dig: into skin, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The handle of the shopping bag was cutting into his fingers. Το χερούλι της τσάντας με τα ψώνια του έκοβε τα δάχτυλά. |
κόψιμο, σχίσιμοnoun (incision) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cut was four centimetres long. Η τομή (or: σχισμή) είχε μήκος τέσσερα εκατοστά. |
κόψιμοnoun (act of cutting) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The cut took less than a second to perform. |
περικοπήnoun (figurative, often plural (reduction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The budget cuts ended some important programmes. Οι περικοπές στον προϋπολογισμό είχαν ως αποτέλεσμα τον τερματισμό μερικών σημαντικών προγραμμάτων. |
περικοπήnoun (excerpt edited out) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The editor made so many cuts that the film became half its original length. |
μερίδιοnoun (portion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Your cut will be about five hundred pounds. |
μετάβασηnoun (cinema: transition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cut from one scene to another was well done. |
λήψηnoun (cinema: version) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Which cut of this scene should we use? I like the first one. |
κόψιμοnoun (shape, style) (στιλ, σχήμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I like the cut of that dress. Μου αρέσει η κοψιά αυτού του φορέματος. |
επιλογήnoun (selection) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The player made the first cut, and hoped to be selected for the team. |
κατnoun (baseball) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) His curve ball has a wicked cut. |
διακοπήnoun (power) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The power cut lasted for six hours. Η διακοπή ρεύματος κράτησε έξι ώρες. |
σχόλιοnoun (hurtful remark) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She hurt him with a nasty cut directed at his mother. |
κομμάτι, μέροςnoun (meat) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Which cut of meat would you recommend for a stew? Ποιο κομμάτι (or: μέρος) κρέατος θα συνιστούσες για στιφάδο; |
κροτάλισμαnoun (whip) (ήχος μαστιγίου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You could hear the cut of the lion tamer's whip. |
κόβωintransitive verb (be able to slice) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Does this knife cut well? |
κόβομαιintransitive verb (undergo slicing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The soft cheese cuts well, and does not crumble. Το μαλακό τυρί κόβεται εύκολα και δεν θρυμματίζεται. |
κόβωintransitive verb (do the cutting) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This knife cuts cleanly. |
πονάωintransitive verb (hurt) (προκαλώ πόνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ouch. The news that he got remarried really cuts. Ωχ! Η είδηση πως ξαναπαντρεύτηκε τσούζει πραγματικά. |
κατ, στοπintransitive verb (cinema: stop filming) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) And cut! Let's redo this scene. |
κόβωintransitive verb (cards: divide pack) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll shuffle the cards and Henry can cut. |
τραβάω χαρτίintransitive verb (cards: choose dealer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let's cut, and the person with the highest card can deal. |
κόβωintransitive verb (change direction suddenly) (προς μια κατεύθυνση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The basketball player cut to the right and shot the ball. Ο μπασκετμπολίστας έκοψε δεξιά και σούταρε. |
πηδάω(cinema: make abrupt transition) (απότομη μετάβαση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It showed the scene of the child playing and then cut to the war scene. Έδειχνε τη σκηνή του παιδιού που έπαιζε και μετά πήδηξε στη σκηνή του πολέμου. |
στερώ(figurative (detract from) (κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This recession is really cutting into my luxury lifestyle! |
διακόπτω(conversation: interrupt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger apologized for cutting into our conversation, but said that he had some urgent news. |
κόβωtransitive verb (flower: snip the stalk of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He cut some flowers to take to his girlfriend. |
κόβωtransitive verb (slang, figurative (omit or cease) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please cut the jokes. Just tell us what happened. Κόψε την πλάκα σε παρακαλώ και πες μας απλά τι έγινε. |
κόβωtransitive verb (figurative, informal (turn off, stop) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cut the music. We need to talk for a while. Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι. |
διασταυρώνομαιtransitive verb (intersect) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The railway line cuts the highway just beyond the town. |
πονάωtransitive verb (figurative (cause pain) (προκαλώ πόνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Your remark really cut me badly. |
κόβωtransitive verb (shape, sculpt) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The stonemason will cut the granite into stepping stones. |
ανοίγωtransitive verb (path, swathe: create, make) (δρόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He cut a path through the field of corn with his tractor. Άνοιξε με το τρακτέρ του ένα μονοπάτι μέσα από το καλαμποκοχώραφο. |
κόβωtransitive verb (cards: divide pack) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you want to cut the deck, or should I just deal now? |
χτυπάω κοφτάtransitive verb (golf: slice) If you cut the ball, it will go into the trees. |
αντέχωtransitive verb (slang, figurative (cope with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you can't cut the pressure, just go away before we begin to work. |
κάνω κοπάναtransitive verb (US, slang, figurative (skip) (από κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The student cut class on Tuesday to go to the lake. |
αραιώνωtransitive verb (alcohol, drug: dilute) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Some bartenders cut the vodka with water. |
στειρώνωtransitive verb (animal: castrate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We need to cut those calves before next week. |
βγάζωtransitive verb (colloquial (baby: grow teeth) (δόντια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The baby cried all night when he cut his teeth, and his poor father couldn't sleep either. Το μωρό έκλαιγε όλη νύχτα όταν έβγαζε δόντια και ούτε ο καημένος ο πατέρας του δεν μπορούσε να κοιμηθεί. |
κροταλίζωtransitive verb (whip) (τινάζω μαστίγιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The lion tamer cut the whip with a loud crack. |
κάνω σφήνα σε κπ, χώνομαι σε κπphrasal verb, transitive, separable (UK, figurative, slang (swerve in front of another vehicle) (ανεπίσημο) |
κόβω δρόμοphrasal verb, transitive, inseparable (cross by way of a short cut) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπερνώ τα όριαphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (cross expected boundaries) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαχωρίζω, διαιρώphrasal verb, transitive, separable (separate, divide) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρωνphrasal verb, intransitive (TV, film: change shot) (τηλεόραση/κινηματογράφος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτ(TV, film: change shot) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μειώνωphrasal verb, intransitive (informal (reduce: spending) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We've been spending too much. We need to cut back. Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα. |
μειώνω(informal (reduce: to economize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Now that I am unemployed we are going to have to cut back on our spending. |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζωphrasal verb, intransitive (reduce consumption) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you can't give up smoking altogether, you should at least try to cut down. Αν δεν μπορείς να κόψεις τελείως το κάπνισμα προσπάθησε τουλάχιστον να το μειώσεις. |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω(reduce, consume less of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's hard to cut down on alcohol when my friends keep inviting me out for drinks. Είναι δύσκολο να περιορίσω το αλκοόλ, όταν οι φίλοι μου συνεχίζουν να με καλούν για ποτό. |
μειώνω, περιορίζωphrasal verb, transitive, separable (reduce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When the team decided to cut down their roster, everyone was upset. Όταν αποφασίστηκε να περιοριστεί το ρόστερ της ομάδας, όλοι αναστατώθηκαν. |
σκοτώνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (kill, strike down) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Many soldiers were cut down by enemy fire. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τα πυρά του εχθρού. |
πετάγομαι μπροστά, χώνομαιphrasal verb, intransitive (vehicle: move suddenly in front) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The vehicle cut in front of me. Το όχημα πετάχτηκε μπροστά μου. |
διακόπτω, σταματώphrasal verb, intransitive (interrupt [sb] speaking) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She cut in while I was speaking. Don't cut in when I'm talking. Με διέκοψε ενώ μιλούσα. Μην με διακόπτεις, όταν μιλάω. |
αποκόπτω, απομακρύνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (estrange, disown) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The parents cut off their alcoholic son and he wasn't even mentioned in their will. Οι γονείς αποκλήρωσαν τον αλκοολικό γιο τους, ο οποίος δεν αναφέρθηκε καν στη διαθήκη τους. |
κόβωphrasal verb, transitive, separable (figurative (disconnect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) While on the net, we were cut off. Ενώ ήμαστε στο ίντερνετ κόπηκε η σύνδεση. |
διακόπτωphrasal verb, transitive, separable (interrupt when speaking) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Francesca cut me off while I was in the middle of speaking. Η Φραντσέσκα με διέκοψε, ενώ μιλούσα. |
αφαιρώphrasal verb, transitive, separable (remove by cutting) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The doctors cut the tumour out, removing the cancer. Audrey cut the picture out of the magazine. Η Ώντρεϋ έκοψε τη φωτογραφία από το περιοδικό. |
κόβωphrasal verb, transitive, separable (figurative (text, scene: excise) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The director cut the scene out from the final version of the film. Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας. |
βγάζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (eliminate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She was told to cut out starchy carbs from her diet. Της είπαν να βγάλει τους αμυλούχους υδατάνθρακες από τη δίαιτά της. |
βγάζωphrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (stop) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you want to live longer, cut out the stress from your life. Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου. |
σβήνωphrasal verb, transitive, separable (US, informal (turn off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβομαιphrasal verb, intransitive (power, electricity: stop) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The power suddenly cut out and we were plunged into darkness. Κόπηκε το ρεύμα ξαφνικά και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι. |
την κάνωphrasal verb, intransitive (US, slang (depart abruptly) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When the partygoers heard the police were coming, many cut out. Πολλοί από όσους ήταν στο πάρτι την έκαναν, όταν άκουσαν ότι έρχεται η αστυνομία. |
κάνω μετάζευξηphrasal verb, transitive, separable (computing: transfer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The library will cut over the catalogue to its new software in September. |
κόβω κομματάκιαphrasal verb, transitive, separable (chop, slice) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You have to cut up the chicken into smaller pieces if you want to feed everybody. Εάν θέλεις να τους ταΐσεις όλους, πρέπει να κόψεις το κοτόπουλο σε πιο μικρά κομματάκια. |
κόβωphrasal verb, transitive, separable (UK (driver, vehicle: move suddenly in front) (μεταφορικά: επικίνδυνη προσπέραση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A blue Mondeo cut me up as I was approaching the roundabout. |
μια κλάση πάνωpreposition (superior to) He is a cut above the rest. Είναι μια κλάση πάνω από τους υπόλοιπους. |
ανώτεροςexpression (informal (superior) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This restaurant is definitely a cut above; they have embroidered tablecloths. |
καρέnoun (women's short haircut) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Christine recently cut her long hair into a bob. |
boot-cut, bootcutnoun (style of jeans) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I wanted something only a little different, so I bought some boot-cut jeans instead of flares. |
καπελάκιnoun (haircut) (κούρεμα μαλλιών) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κούρεμα με την ψιλήnoun (short hairstyle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευπαρουσίαστος, περιποιημένοςadjective (man: neat) (για πρόσωπα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) People trusted him because he had that that clean-cut Boy Scout image. |
λιτός, απέριττος, απλόςadjective (lines: sharply defined) (αρχιτεκτονική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Modernist architects abandoned the frills and ornamentation of the Victorian and Edwardian eras in favor of simple shapes and clean-cut lines. |
σαφής, ξεκάθαροςadjective (figurative (unambiguous, well defined) (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's a clear-cut case of fraud. |
αποψιλώνωtransitive verb (forestry: cut all trees in an area) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Clear-cutting on steep slopes can cause erosion. |
αλλαντικάplural noun (meat served cold) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The buffet included a selection of cold cuts. |
κόβω δαπάνες, κόβω έξοδαintransitive verb (reduce spending) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περικοπή δαπανώνnoun (reduction in expenses) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The company's profits were boosted last year by cost cuts, including the thousands of redundancies made in January. |
αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτωnoun (army haircut) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) His crew cut and posture made it clear he was a military man. |
αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτωnoun (very short haircut) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The boys on the team all have crew cuts. |
κοντοκουρεμένοςnoun as adjective (hair: very short) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) You could tell he was a Marine from his crew-cut hair. |
κυμματιστόςadjective (chips, crisps: corrugated, wavy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κόβω εγκάρσιαtransitive verb (US (cut or move across) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εναλάσσωtransitive verb (film: interweave two scenes) (σκηνές σε φιλμ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εναλάσσωtransitive verb (US (film: interweave two scenes) (σκηνές σε φιλμ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποτείνουσαnoun (US (transverse or diagonal path) (καθομ: σύντομος δρόμος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράλληλο μοντάζnoun (US (film editing: interwoven scenes) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κομμένος εγκάρσιαadjective (beams, etc: cut crosswise) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
συνδεδεμένοςadjective (film scene: interwoven) (σκηνή σε ταινία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κερδίζω τις εντυπώσεις, κλέβω την παράστασηverbal expression (make a striking impression) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μια συμφωνίαverbal expression (informal (make agreement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχήverbal expression (figurative (be impressive) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω αποκοπή κι επικόλλησηverbal expression (move: text on screen) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) To cut and paste text, first highlight the text you wish to move. |
κάνω αποκοπή κι επικόλληση σε κτverbal expression (move: text on screen) (με γενική: ενός αρχείου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You can cut and paste internet images into the word processing document. |
φεύγω τρέχονταςverbal expression (leave a place quickly) (κυριολεκτικά) |
φεύγω τρέχονταςverbal expression (informal (get out of a difficult situation quickly) (μεταφορικά) |
η ένταση του...noun (figurative (lively competition) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκόπτω(remove: with blade) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) To repair the table I had to cut away the damaged veneer and replace it with a matching new piece. |
κάνω κοπάνα(US, informal (miss a school lesson) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's no surprise his grades were so low - he was always cutting class! |
κάνω οικονομία(figurative, informal (save time, money) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When building contractors try to cut corners on foundations, it is disastrous. |
μειώνω το κόστος, περιορίζω το κόστος(make savings, do [sth] cheaply) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόβω(tree: fell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's a pity that they cut down that old tree. Είναι κρίμα που έκοψαν εκείνο το παλιό δέντρο. |
κριτικάρωexpression (criticize, find faults) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick was cocky at first, but his new teammates cut him down to size. |
μόλις που προλαβαίνω, προλαβαίνω παρά τρίχαverbal expression (figurative (allow very little margin) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We need to be at the airport for midday; we'll be cutting it fine if we don't leave by 10. |
χαραγμένο γυαλίnoun (etched crystal) |
χαραγμένου γυαλιούnoun as adjective (crystal: etched) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
δίνω μερίδιο(give [sb] a share) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After she won the money, she said she would cut me in for some of it. Αφού κέρδισε τα χρήματα, είπε ότι θα μου δώσει μερίδιο. |
χώνομαι μπροστά απόverbal expression (informal (go in front of others waiting) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I get annoyed when people cut in line in front of me. |
κόβω στα δύοtransitive verb (slice into two parts) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The magician appeared to cut his beautiful assistant in two. |
κόφτο, σταμάταinterjection (slang (stop it) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oi! You! Yes you! Cut it Out! Stop doing that or I'll stop you! |
κόφτο, σταμάταverbal expression (slang (stop: doing [sth]) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απελευθερώνομαιverbal expression (slang (become independent) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After six weeks of boot camp the recruits were ready to cut loose and have a few beers. |
απελευθερώνομαιverbal expression (slang (lose inhibitions, act wildly) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She really began to cut loose after she left home. |
απολύω(US, slang, figurative (fire from job) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν πιάνωverbal expression (figurative, informal (have no effect) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν πιάνω σε κπverbal expression (figurative, informal (have no effect on [sb]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόβω(remove using a blade) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His leg was so badly damaged, the doctors had to cut it off. Το πόδι του είχε υποστεί τόσο μεγάλη βλάβη που οι γιατροί έπρεπε να το κόψουν. |
κάνω κπ ρεζίλιverbal expression (figurative, informal (humiliate) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A man in the audience heckled the comedian, but her witty comeback cut him off at the knees. |
κάνω κτ να αποτύχειverbal expression (figurative, often passive, informal (thwart, cause to fail) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μουverbal expression (figurative (put self at disadvantage through spite) |
ανοίγω(body: dissect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The surgeon cut the patient's chest open. |
φτιαγμένος για κτadjective (informal, figurative (person: able, suited) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When he got caught the second time, he decided he wasn't cut out for a life of crime. |
φτιαγμένος για να κάνει κτadjective (informal, figurative (person: able, suited) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Some people aren't cut out for dealing with the public. Μερικοί άνθρωποι δεν το έχουν με τις συναλλαγές με το κοινό. |
με περιμένει δύσκολη δουλειάverbal expression (informal, figurative (have a hard task ahead) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The house Joe and Maggie have bought needs a lot of renovation; they certainly have their work cut out for them. |
κατάλληλος για να κάνω κτexpression (informal, figurative (person: suited) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She was never cut out to be a doctor. |
με μειωμένη τιμήadjective (cheap, discounted) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω τις τιμέςverbal expression (sell items more cheaply) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A lot of stores cut prices after Christmas to try to maintain sales. |
διακόπτωtransitive verb (interrupt, finish prematurely) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sprained ankle caused us to cut short the vacation. |
δίνω ελαφρυντικά σε κπverbal expression (informal, figurative (make allowances for [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'll have to cut my new employee some slack; this is all new to her. |
είμαι κατάλληλοςverbal expression (figurative (meet requirements for [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κόβω(slice through with a blade) (συνήθως για να ανοίξω δρόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I haven't got a clue why he bought that machete, there's no jungle to cut through in Belgium. Δεν έχω ιδέα γιατί αγόρασε εκείνη τη μασέτα. Δεν υπάρχει ζούγκλα στο Βέλγιο για να πρέπει να κόψεις για να ανοίξεις δρόμο. |
αφήνω(figurative, infformal (get past: [sth] superfluous) (κάτι ασήμαντο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ok, let's cut through the crap and see what we do agree on! Εντάξει, ας αφήσουμε τις βλακείες και ας δούμε σε τι συμφωνούμε. |
κόβω(informal (take a shortcut) (μτφ: μέσα από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He cut through the neighbours' back yard to get there quicker. Έκοψε δρόμο μέσα από την πίσω αυλή των γειτόνων, για να φτάσει πιο γρήγορα. |
ειδική παραγγελίαadjective (custom made) We bought the crown moldings cut to fit so they were fast to install. |
διαμελίζωverbal expression (slaughter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κομμάτια,εκμηδενίζωverbal expression (figurative (verbally attack and belittle, slander) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She used her sharp tongue to cut everybody to pieces. |
μπαίνω στο ψητόverbal expression (figurative, informal (get to the point) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψιλοκομμένοςadjective (chopped into pieces) (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The collage is made from cut-up newspaper. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cut στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του cut
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.