Τι σημαίνει το dado στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dado στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dado στο πορτογαλικά.

Η λέξη dado στο πορτογαλικά σημαίνει δεδομένος, τείνω, στοιχεία, δεδομένα, ζάρι, ηλεκτρονικά δεδομένα, συνεισφορά, σύστημα αναφοράς, σύστημα αναφοράς, δοθείς, δεδομένο, στοιχείο, τμήμα πάνω από το βάθρο, που έχει επιστραφεί, που έχει δοθεί, κοινωνικός, που φλερτάρει, δεδομένου, επειδή, στο βαθμό που, στο μέτρο που, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως,, τριάρι, ανεπεξέργαστα δεδομένα, κοινώς αποδεκτό, ευρέως γνωστό, εξακριβωμένο, αποδεδειγμένο γεγονός, θεόσταλτος, τριάρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dado

δεδομένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dada a sua reputação, eu não tenho certeza se deveríamos admiti-lo.
Δεδομένης της φήμης του, δεν είμαι σίγουρος ότι θα πρέπει να τον προσλάβουμε.

τείνω

adjetivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela é muito dada a ficar fora até tarde.
Έχει την τάση να μένει έξω μέχρι αργά.

στοιχεία

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Precisamos de alguns dados sólidos antes de tomar uma decisão.
Χρειαζόμαστε ορισμένα απτά στοιχεία πριν πάρουμε μια απόφαση.

δεδομένα

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Este relatório apresenta os novos dados sobre a população da cidade.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχεις δει τα πιο πρόσφατα δεδομένα για το ΑΕΠ;

ζάρι

substantivo masculino (jogo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
É sua vez de jogar o dado.
Είναι η σειρά σου να ρίξεις το ζάρι.

ηλεκτρονικά δεδομένα

(computação)

Um dado informático é algo virtual e não físico.

συνεισφορά

substantivo masculino (informação dada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gostaríamos de agradecer a todos pelos seus dados.
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους για τη συνεισφορά σας.

σύστημα αναφοράς

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα αναφοράς

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δοθείς

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Faça o melhor que puder com os materiais concedidos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κάνε το καλύτερο που μπορείς με τα υλικά που σου έχουν δώσει.

δεδομένο, στοιχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τμήμα πάνω από το βάθρο

substantivo masculino (parte lisa do pedestal das colunas)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που έχει επιστραφεί, που έχει δοθεί

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινωνικός

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os novos vizinhos parecem muito sociáveis, não acha?
Οι νέοι γείτονες φαίνονται πολύ κοινωνικοί, δε νομίζεις;

που φλερτάρει

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δεδομένου, επειδή

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

στο βαθμό που, στο μέτρο που

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι/πως, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι/πως,

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τριάρι

substantivo masculino (χαρτιά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανεπεξέργαστα δεδομένα

Não é suficiente coletar dados brutos: alguém tem que os interpretar.

κοινώς αποδεκτό, ευρέως γνωστό

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξακριβωμένο, αποδεδειγμένο γεγονός

(algo verificado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θεόσταλτος

(inato, natural) (μτφ: χάρισμα, ταλέντο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τριάρα

substantivo masculino (ζαριά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dado στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.