Τι σημαίνει το déborder στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης déborder στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του déborder στο Γαλλικά.

Η λέξη déborder στο Γαλλικά σημαίνει ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, ξεχειλίζω, υπερισχύω, υπερφαλαγγίζω, υπερκεράζω, περίσσιος, ξεπερνάω το χρόνο, ξεχειλίζω, χύνομαι, ξεχειλίζω, υπερχειλίζω, χύνομαι, χύνω, τρέχω, βγαίνω, ρέω, ετοιμάζω για τον ύπνο, ετοιμάζω για τη νύχτα, υπερχείλιση, χύνομαι, κυλάω, ρέω, ξεχείλισμα, εξωθούμαι, βρίθω, φορτώνω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, ξεχειλίζω, κατακλύζω, τρώω, ξεχειλίζω από κτ, πλημμυρίζω από κτ, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, αποπνέω, φίσκα, τίγκα, φουλ, ξέχειλος, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, πολυάσχολος, στοργή, τρυφερότητα, είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ, παραβιάζω, καταπατώ, προεξέχω από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, γεμάτος, τίγκα σε κτ, που λάμπει από κτ, που ακτινοβολεί από κτ, εντελώς γεμάτος, γεμάτος, γεμάτος, προβάλλω, ξεπροβάλλω, ξεχειλίχω από, ξεχειλίζω από κτ, είμαι γεμάτος, παρατείνομαι, γεμάτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης déborder

ξεχειλίζω, πλημμυρίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'eau a débordé de l'évier et s'est répandue sur le sol.
Το νερό στον νιπτήρα υπερχείλισε και έτρεξε στο πάτωμα.

ξεχειλίζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je n'ai pas fermé le robinet à temps pour empêcher l'eau de déborder.
Δεν έκλεισα την βρύση εγκαίρως ώστε να σταματήσω το νερό στον νεροχύτη από το να ξεχειλίσει.

υπερισχύω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερφαλαγγίζω, υπερκεράζω

verbe transitif (Militaire) (στρατός: κίνηση μάχης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περίσσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Έβαλα τόσο πολύ γάλα στην κανάτα που το περίσσιο έτρεξε από όλες τις μεριές.

ξεπερνάω το χρόνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le discours d'ouverture dépassa de dix minutes le temps imparti.
Η κύρια ομιλία ξεπέρασε τον χρόνο κατά δέκα λεπτά.

ξεχειλίζω, χύνομαι

verbe intransitif (liquide) (λόγω βρασμού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Veillez à ce que l'eau dans la casserole ne déborde pas.

ξεχειλίζω

verbe intransitif (liquide) (κοχλάζω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπερχειλίζω

(rivière)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La rivière a débordé lorsque le barrage a lâché.
Το ποτάμι υπερχείλισε όταν έσπασε το φράγμα.

χύνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'eau a débordé du seau alors que j'étais en train de passer la serpillière.
Χύθηκε νερό από τον κουβά ενώ σφουγγάριζα.

χύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'eau dans les seaux débordait avec le mouvement du chariot.

τρέχω, βγαίνω, ρέω

(liquide) (για υγρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ετοιμάζω για τον ύπνο, ετοιμάζω για τη νύχτα

verbe transitif (des draps)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La femme de chambre de l'hôtel avait débordé les draps et replié la couverture et laissé un chocolat sur l'oreiller.
Η καθαρίστρια του ξενοδοχείου είχε ετοιμάσει τα σεντόνια για τη νύχτα και είχε αφήσει ένα σοκολατάκι στο μαξιλάρι.

υπερχείλιση

(επίσημο, μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y a une autre salle à manger disponible en cas de débordement de la première.

χύνομαι, κυλάω, ρέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'eau coulait du bain.
Το νερό έτρεξε έξω από το μπάνιο.

ξεχείλισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le sol saturé est dû au débordement du récupérateur d'eau.

εξωθούμαι

(Technique)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βρίθω

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pays abondait en tout ce que l'on pouvait souhaiter.

φορτώνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie est surchargée de travail en ce moment.
Η Μάγκυ είναι πνιγμένη στη δουλειά αυτή τη στιγμή.

ξεχειλίζω, πλημμυρίζω

(μεταφορικά: από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το δωμάτιο ήταν φίσκα. Ο κόσμος ήταν και στους διαδρόμους.

ξεχειλίζω

(de bonheur,...) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il déborde de bonheur depuis qu'elle lui a demandé de l'épouser.
Ξεχειλίζει από χαρά από όταν του ζήτησε να την παντρευτεί.

κατακλύζω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essaie de ne pas laisser tes problèmes personnels déborder sur ta vie professionnelle. Les troubles civils et les émeutes commencent à déborder sur d'autres banlieues.
Προσπάθησε να μην αφήσεις τα προσωπικά σου προβλήματα να κατακλύσουν την επαγγελματική σου ζωή.

τρώω

(figuré) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tania voyait que son travail allait de nouveau déborder sur le week-end.
Η Τάνια έβλεπε ότι η δουλειά της θα της έτρωγε πάλι το σαββατοκύριακο.

ξεχειλίζω από κτ, πλημμυρίζω από κτ

(figuré : de joie) (μεταφορικά)

Le cœur de Jemina débordait de joie.

ξεχειλίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom a fait déborder la baignoire.

πλημμυρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La foule a débordé de l'auditorium.

αποπνέω

(figuré) (επίσημο, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gary respire la confiance et le charme.
Ο Γκάρι αποπνέει αυτοπεποίθηση και γοητεία.

φίσκα, τίγκα, φουλ

(αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ξέχειλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est la goutte d'eau qui fait déborder le vase, je ne peux plus supporter tes insultes : je m'en vais !
Ως εδώ και μη παρέκει! Δεν αντέχω άλλο την κακοποίησή σου. Φεύγω.

πολυάσχολος

locution verbale

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στοργή, τρυφερότητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le garçon s'occupait de son lapin avec une tendre attention.

είμαι γεμάτος από κτ, είμαι γεμάτος με κτ, είμαι γεμάτος κτ

(π.χ. ντουλάπα γεμάτη με ρούχα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραβιάζω, καταπατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lierre de notre voisin empiète chez nous mais celui-ci refuse de le couper.

προεξέχω από κτ

Arthur a saisi un morceau de rocher qui dépassait de la paroi de la falaise.

είμαι γεμάτος με κτ

verbe transitif indirect

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le verre débordait de champagne.

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pièce était pleine à craquer de vedettes et de journalistes.

τίγκα σε κτ

(αργκό)

που λάμπει από κτ, που ακτινοβολεί από κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντελώς γεμάτος

(με κπ/κτ)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le train de 8 h était plein (or: rempli) de banlieusards.

γεμάτος

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γεμάτος

(sentiment) (π.χ. γεμάτος χαρά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προβάλλω, ξεπροβάλλω

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sa bedaine débordait de sa chemise qui s'était déboutonnée.
Η κοιλιά του ξεπρόβαλε από την μπλούζα του, τα κουμπιά είχαν ανοίξει.

ξεχειλίχω από

verbe intransitif (personne) (μεταφορικά: συναίσθημα)

ξεχειλίζω από κτ

verbe transitif indirect (figuré : d'idées, d'énergie)

Le jeune professeur débordait d'idées nouvelles.
Αυτή η νεαρή δασκάλα είναι γεμάτη νέες ιδέες.

είμαι γεμάτος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Les enfants débordaient d'excitation. Les yeux de la vieille dame débordèrent de larmes à l'évocation de son défunt mari.
Τα μάτια της γηραιάς κυρίας ξεχείλιζαν από δάκρυα καθώς μιλούσε για τον μακαρίτη τον άνδρα της.

παρατείνομαι

(figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sa frustration au travail débordait sur la vie à la maison.
Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του.

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis pleine d'enthousiasme pour ce projet.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του déborder στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.