Τι σημαίνει το dedicarse στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dedicarse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dedicarse στο ισπανικά.

Η λέξη dedicarse στο ισπανικά σημαίνει συγκεντρώνομαι, προσπαθώ, αφοσιώνομαι σε κτ, βγάζω τα προς το ζην, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι, αφιερώνω χρόνο, πέφτω με τα μούτρα, εξωθώ γυναίκα στην πορνεία, καταπιάνομαι με κτ, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι, κάνω, ασχολούμαι με κτ, ασχολούμαι με κτ, αναλαμβάνω να κάνω κτ, εμπορεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dedicarse

συγκεντρώνομαι, προσπαθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si te aplicas triunfarás.
Αν συγκεντρωθείς, θα επιτύχεις.

αφοσιώνομαι σε κτ

Si quieres ser un atleta de verdad, tienes que dedicarte al deporte.

βγάζω τα προς το ζην

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Cómo se gana la vida?
Τι δουλειά κάνει;

αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι

(σε κτ/κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi madre se dedicó a sus hijos.
Η μητέρα μου αφιέρωσε τον εαυτό της στα παιδιά της.

αφιερώνω χρόνο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω με τα μούτρα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando intentas hablar otro idioma, lo mejor es dedicarse de lleno y aceptar que cometerás errores.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Με τόσο διάβασμα που είχε ο Ματ για το σχολείο, μόλις γύρισε σπίτι αποφάσισε να πέσει με τα μούτρα στη δουλειά.

εξωθώ γυναίκα στην πορνεία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταπιάνομαι με κτ

(κάνω την αρχή)

¿No es hora de que te pongas a arreglar la mesa rota?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν ήρθε ο καιρός να καταπιαστείς μ' εκείνο το σπασμένο τραπέζι; Πως θα τα καταφέρω να βάψω το ταβάνι όταν δεν έχω σκάλα;

αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι

(στο να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tras la muerte de su esposa por culpa del cáncer, se dedicó en cuerpo y alma a recaudar fondos para organizaciones benéficas contra el cáncer.
Μετά το θάνατο της γυναίκας του από καρκίνο αφοσιώθηκε στη συγκέντρωση χρημάτων για αντικαρκινικές φιλανθρωπικές οργανώσεις.

κάνω

(επάγγελμα, δουλειά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿A qué te dedicas?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τι δουλειά κάνεις;

ασχολούμαι με κτ

James se dedica a sus estudios de literatura comparada.
Ο Τζέιμς ασχολείται με τις σπουδές του στην συγκριτική λογοτεχνία.

ασχολούμαι με κτ

Puede ser difícil persuadir a las personas de que se involucren en política.

αναλαμβάνω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El Gobierno se ha empeñado en contribuir con los esfuerzos humanitarios de la organización.
Η κυβέρνηση ανέλαβε να βοηθήσει την οργάνωση στις προσπάθειες αρωγής.

εμπορεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta tienda se dedica a la compraventa de videojuegos.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dedicarse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.