Τι σημαίνει το dedicate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dedicate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dedicate στο Αγγλικά.

Η λέξη dedicate στο Αγγλικά σημαίνει προορίζω, αφιερώνω, αφιερώνω, αφιερώνω, γράφω αφιέρωση σε κπ, εγκαινιάζω, αφοσιώνομαι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dedicate

προορίζω

(set aside for) (κάτι για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan dedicated the money to charity.
Ο Άλαν προόριζε τα χρήματα για φιλανθρωπικό σκοπό.

αφιερώνω

(devote) (κάτι σε κάτι, κάτι για να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to dedicate my weekend to finishing a speech I'm writing.
Θα αφιερώσω το σαββατοκύριακό μου για να τελειώσω μία ομιλία που γράφω.

αφιερώνω

(declare: in honor of [sb]) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I would like to dedicate this award to my mother, who always believed in me.
Θα ήθελα να αφιερώσω το βραβείο αυτό στη μητέρα μου, η οποία πάντα πίστευε σ' εμένα.

αφιερώνω

(declare: in honor of [sth]) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The artist dedicated the sculpture to the memory of those who had fallen during the war.
Ο καλλιτέχνης αφιέρωσε το γλυπτό στη μνήμη εκείνων που έπεσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.

γράφω αφιέρωση σε κπ

(book: inscribe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The author signed the fan's book and dedicated it "To dear Ellen."
Ο συγγραφέας υπέγραψε το βιβλίο της θαυμάστριάς του και έγραψε αφιέρωση, «Στην αγαπημένη μου Έλεν».

εγκαινιάζω

transitive verb (building: declare open)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The school dedicated the new building on Sunday.
Το σχολείο εγκαινίασε το νέο κτίριο την Κυριακή.

αφοσιώνομαι σε κτ

verbal expression (devote energy to [sth])

If you want to be a star athlete, you have to dedicate yourself to the sport.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dedicate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.