Τι σημαίνει το commit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης commit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του commit στο Αγγλικά.

Η λέξη commit στο Αγγλικά σημαίνει διαπράττω, δεσμεύομαι, δεσμεύομαι, εμπιστεύομαι, εγκλείω, παραπέμπω, δεσμεύομαι, διαπράττω αδίκημα, αμαρτάνω, απιστώ, διαπράττω γενοκτονία, δολοφονώ, φονεύω, αυτοκτονώ, αποστηθίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης commit

διαπράττω

transitive verb (perpetrate) (κάνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The prisoner is likely to commit more crimes if released.
Ο κρατούμενος είναι πιθανό να διαπράξει περισσότερα εγκλήματα αν αφεθεί ελεύθερος.

δεσμεύομαι

intransitive verb (be dedicated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We need people who are able to commit, so please don't apply for the job unless you can.
Χρειαζόμαστε ανθρώπους που είναι διαθέσιμοι να δεσμευτούν, γι' αυτό μην υποβάλετε αίτηση για δουλειά αν δεν μπορείτε να το κάνετε.

δεσμεύομαι

(be dedicated to) (σε κάτι ή να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You must be willing to commit to the program for at least three months. I committed to working on the project for the next six months.
Πρέπει να είστε πρόθυμοι να δεσμευτείτε στο πρόγραμμα το λιγότερο για τρεις μήνες. Δεσμεύομαι να εργαστώ για το πρότζεκτ τους επόμενους έξι μήνες.

εμπιστεύομαι

(entrust) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I commit the care of my children to you, should I not return from the mission.
Εμπιστεύομαι τη φροντίδα των παιδιών μου σε σένα, σε περίπτωση που δεν γυρίσω από την αποστολή.

εγκλείω

transitive verb (often passive (institutionalize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After Brian was declared schizophrenic, he was committed.
Αφού ανακηρύχθηκε σχιζοφρενής, ο Μπράιαν νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική.

παραπέμπω

(often passive (refer to a committee) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This matter should now be committed to the council housing committee for final consideration.
Αυτό το ζήτημα θα πρέπει να παραπεμφθεί προς τελική εξέταση στο συμβούλιο της επιτροπής στέγασης.

δεσμεύομαι

intransitive verb (romance: enter long-term relationship)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He asked her to marry him, but she was unwilling to commit.

διαπράττω αδίκημα

verbal expression (break the law)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If I commit a crime and am caught, I will go to jail.

αμαρτάνω

verbal expression (break religious law)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you commit a sin, you should confess and ask for forgiveness.
Αν αμαρτήσεις, θα πρέπει να εξομολογηθείς και να ζητήσεις συγχώρεση.

απιστώ

(be sexually unfaithful) (είμαι ερωτικά άπιστος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marisa divorced her husband because he had committed adultery.

διαπράττω γενοκτονία

(murder ethnic group)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The international tribunal prosecuted the leader for inciting his people to commit genocide.

δολοφονώ, φονεύω

(kill [sb] deliberately) (σκοτώνω κάποιον από πρόθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The court found Anderson guilty of committing murder.

αυτοκτονώ

(kill yourself) (σκοτώνω εαυτό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
People disagree as to whether it's immoral to commit suicide.

αποστηθίζω

verbal expression (memorize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spies commit their orders to memory instead of carrying them on paper.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του commit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του commit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.