Τι σημαίνει το defend στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης defend στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του defend στο Αγγλικά.

Η λέξη defend στο Αγγλικά σημαίνει υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, παίζω άμυνα, υπερασπίζομαι, αμύνομαι ενάντια σε κτ, υπερασπίζομαι κπ/κτ απέναντι σε κπ/κτ, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης defend

υπερασπίζομαι

transitive verb (protect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Who defended the fort when the troops left?
Ποιος υπερασπίστηκε το οχυρό όταν έφυγαν τα στρατεύματα;

υπερασπίζομαι

transitive verb (lawyer: represent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How can a lawyer justify defending such an evil man?
Πως μπορεί ένας δικηγόρος να δικαιολογήσει το να υπερασπίζεται έναν τόσο κακό άνθρωπο;

υπερασπίζομαι

transitive verb (sports title: not lose) (αθλητικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boxer will attempt to defend his title tonight.
Ο πυγμάχος θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον τίτλο του απόψε.

υπερασπίζομαι

transitive verb (sport: protect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The team defended their goal well in the second half.
Η ομάδα υπερασπίστηκε καλά το τέρμα της στο δεύτερο ημίχρονο.

παίζω άμυνα

intransitive verb (sport: play defense)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Who's defending tonight at the game?
Ποιος παίζει άμυνα απόψε στο παιχνίδι;

υπερασπίζομαι

transitive verb (argument/cause: support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His view of the matter was entirely different from hers, but she defended her position well.
Η άποψή του επί του θέματος ήταν τελείως διαφορετική από τη δική της, εκείνη όμως υπερασπίστηκε επαρκώς τη θέση της.

αμύνομαι ενάντια σε κτ

(protect)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Medieval castles had moats, drawbridges and other structures to defend against attack.

υπερασπίζομαι κπ/κτ απέναντι σε κπ/κτ

(protect)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lisa defended her friend against the bully. Mark was unable to defend himself against his attackers.

υπερασπίζομαι τον εαυτό μου

transitive verb and reflexive pronoun (avoid harm, injury to self)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του defend στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του defend

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.