Τι σημαίνει το fight for στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fight for στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fight for στο Αγγλικά.

Η λέξη fight for στο Αγγλικά σημαίνει πολεμάω, μάχομαι, πολεμάω, παλεύω, πασχίζω, παλεύω, παλεύω, πολεμώ, τσακώνομαι, καβγαδίζω, παλεύω, καβγάς, καυγάς, μάχη, μάχη, πάλη, διαμάχη, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, αγώνας, δύναμη, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, αντιμετωπίζω, παλεύω, παίρνω μέρος, πολεμώ για τη χώρα μου, πολεμώ για την πατρίδα μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fight for

πολεμάω, μάχομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (war: defend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My grandfather fought for his country in World War II.

πολεμάω, παλεύω, πασχίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (struggle to attain) (προσπαθώ για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Black Americans had to fight for the right to vote.

παλεύω

transitive verb ([sb]: fend off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had to fight the attacker with a stick.
Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο.

παλεύω

transitive verb (try to defeat) (μτφ: με/ενάντια σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She fought the government and won.
Αγωνίστηκε κατά της κυβέρνησης και νίκησε.

πολεμώ

intransitive verb (military: engage in battle) (στρατιωτική μάχη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They started fighting at dawn and the battle lasted all day.
Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα.

τσακώνομαι, καβγαδίζω

(figurative, informal (argue, quarrel) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She's always fighting with her neighbour about noise.
Διαπληκτίζεται διαρκώς με τον γείτονά της για τον θόρυβο.

παλεύω

intransitive verb (engage in physical combat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The two fought with knives for ten minutes.
Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά.

καβγάς, καυγάς

noun (physical combat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He got into a fight and has a black eye.
Έμπλεξε σε έναν καβγά (or: καυγά) και του μαύρισαν το μάτι.

μάχη

noun (military: combat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fight broke out along the border.
Μια μάχη ξέσπασε κατά μήκος των συνόρων.

μάχη, πάλη

noun (struggle) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Women's fight for equality is still ongoing.
Ο αγώνας των γυναικών για ίσα δικαιώματα συνεχίζεται.

διαμάχη

noun (dispute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fight over the land was resolved by the judge.
Η διαμάχη σχετικά με τη γη επιλύθηκε από τον δικαστή.

καβγάς, καυγάς, τσακωμός

noun (figurative, informal (argument, quarrel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Their parents have fights all the time.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι καβγάδες (or: τσακωμοί) μεταξύ αδερφιών είναι συχνό φαινόμενο.

αγώνας

noun (informal (boxing match) (πυγμαχίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ali and Frazier fought the fight of the century in 1971.

δύναμη

noun (informal (strength, spirit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had no fight left in him.

αγωνίζομαι

intransitive verb (informal (sport: box)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They're going to fight for the heavyweight championship.

παλεύω

intransitive verb (informal (sport: wrestle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fought in the ring for twelve years before becoming an actor.

παλεύω, αγωνίζομαι

intransitive verb (strive vigorously)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They fought to prevent the school from being closed.

παλεύω

intransitive verb (struggle, defend oneself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark was fighting to try and escape from his captors.

παλεύω, αγωνίζομαι

(struggle, defend oneself) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You have to fight for your rights.

παλεύω, αγωνίζομαι

(contend) (ενάντια σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fought against the new regulations.

παλεύω

transitive verb (military: to battle against [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They fought the enemy bravely.

παλεύω, αγωνίζομαι

transitive verb (informal (boxing: oppose)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lewis is going to fight Holyfield tonight.

αντιμετωπίζω

transitive verb (informal (wrestle: oppose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He fights his opponents with great style.

παλεύω

transitive verb (figurative (combat, resist) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He fought cancer for seven years before succumbing.

παίρνω μέρος

transitive verb (wage, engage in)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The soldiers fought a battle.
Οι στρατιώτες πήραν μέρος σε μια μάχη.

πολεμώ για τη χώρα μου, πολεμώ για την πατρίδα μου

verbal expression (soldier: go to war)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fight for στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fight for

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.