Τι σημαίνει το défendre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης défendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του défendre στο Γαλλικά.
Η λέξη défendre στο Γαλλικά σημαίνει υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, παίζω άμυνα, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, προστατεύω, προφυλάσσω, υπερασπίζομαι, προστατεύω, προφυλάσσω, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, αποκρούω, ανταποδίδω, αποκρούω, υπέρ, αγωνίζομαι με νύχια και με δόντια, υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα, τα καταφέρνω, αμύνομαι ενάντια σε κτ, αντεπιτίθεμαι, παίρνω εκδίκηση από κπ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, απαγορεύω, απαγορεύω, υπερασπίζομαι κπ/κτ απέναντι σε κπ/κτ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης défendre
υπερασπίζομαιverbe transitif (Droit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comment un avocat peut-il défendre un homme aussi mauvais ? Πως μπορεί ένας δικηγόρος να δικαιολογήσει το να υπερασπίζεται έναν τόσο κακό άνθρωπο; |
υπερασπίζομαιverbe transitif (Sports : un titre) (αθλητικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le boxeur tentera de défendre son titre ce soir. Ο πυγμάχος θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον τίτλο του απόψε. |
υπερασπίζομαιverbe transitif (Sports : un but) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe a bien défendu son but en deuxième période. Η ομάδα υπερασπίστηκε καλά το τέρμα της στο δεύτερο ημίχρονο. |
παίζω άμυνα(Sports) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qui défend ce soir ? Ποιος παίζει άμυνα απόψε στο παιχνίδι; |
υπερασπίζομαιverbe transitif (une opinion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son opinion sur le sujet était entièrement différente de la sienne, mais elle a bien défendu sa position. Η άποψή του επί του θέματος ήταν τελείως διαφορετική από τη δική της, εκείνη όμως υπερασπίστηκε επαρκώς τη θέση της. |
υπερασπίζομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qui a défendu le fort quand les troupes sont parties ? Ποιος υπερασπίστηκε το οχυρό όταν έφυγαν τα στρατεύματα; |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aujourd'hui, il y a un cours donné par quelqu'un qui se fait le champion du mode de vie durable. Σήμερα γίνεται μια διάλεξη από κάποιον που υποστηρίζει την ιδέα της βιώσιμης διαβίωσης. |
υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπερασπίζομαι, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le rapport défend un point de vue selon lequel les politiques actuelles sont inadéquates. |
υπερασπίζομαι, υποστηρίζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand un groupe de petites brutes s'en est pris à sa petite sœur, il l'a défendue. |
υπερασπίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Martin Luther King Jr. a défendu les droits donnés aux Afro-Américains. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο νεότερος υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών. |
υποστηρίζωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je te défendrai quoi qu'il arrive, tu peux compter sur moi. Θα σε υποστηρίξω ο,τι και να γίνει, μπορείς να βασιστείς πάνω μου. |
υπερασπίζομαι(Droit et courant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'accusé a choisi d'avoir recours à un avocat pour le défendre lors du procès. Nancy aime défendre son point de vue. Ο κατηγορούμενος προσέλαβε έναν δικηγόρο για να υπερασπιστεί την υπόθεσή του στο δικαστήριο. |
προστατεύω, προφυλάσσω(physiquement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gardes du corps protégeaient le premier ministre. Οι σωματοφύλακες προστάτεψαν (or: προφύλαξαν) τον πρωθυπουργό. |
υπερασπίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon grand frère prenait la défense de notre sœur quand notre mère la grondait. |
προστατεύω, προφυλάσσωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La poule protège (or: défend) ses poussins. |
υπερασπίζομαι τον εαυτό μουverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκρούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les soldats ont utilisé des grenades pour repousser les troupes ennemies. Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες για να αποκρούσουν τις εχθρικές δυνάμεις. |
ανταποδίδω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les parents ont répondu (or: se sont défendus), en disant que les accusations sur leurs enfants n'étaient pas fondées. Οι γονείς ανταπέδωσαν λέγοντας ότι οι κατηγορίες για τα παιδιά τους δεν έχουν βάση. |
αποκρούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπέρ(με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
αγωνίζομαι με νύχια και με δόντιαverbe pronominal (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je vais me battre bec et ongles pour me faire un nom en tant qu'acteur. |
υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα καταφέρνωverbe pronominal (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αμύνομαι ενάντια σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντεπιτίθεμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si vous attaquez les minorités, ne soyez pas surpris qu'elles se défendent. Αν επιτίθεσαι σε μειονότητες, πρέπει να περιμένεις ότι θα αντεπιτεθούν. |
παίρνω εκδίκηση από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La victime de la tentative d'agression s'est défendue contre ses agresseurs et ils se sont sauvés sans rien. |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ
|
απαγορεύωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police m'a interdit de rentrer dans l'immeuble. Η αστυνομία μου απαγόρευσε να μπω στο κτίριο. |
απαγορεύωlocution verbale (σε κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les parents de John lui ont interdit de continuer à fréquenter ses amis gênants. Οι γονείς του Τζον του απαγόρευσαν να περνά άλλο χρόνο με τους ταραχοποιούς φίλους του. |
υπερασπίζομαι κπ/κτ απέναντι σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ(figuré) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του défendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του défendre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.