Τι σημαίνει το défaut στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης défaut στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του défaut στο Γαλλικά.

Η λέξη défaut στο Γαλλικά σημαίνει ελάττωμα, ελάττωμα, ελάττωμα, ελάττωμα, ελάττωμα, μειονέκτημα, το να λείπει ένα κομματάκι, μειονέκτημα, ελάττωμα, ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια, αδυναμία, νερά, ψεγάδι, ατέλεια, ατέλεια, ελάττωμα, πρόβλημα, πρόβλημα, αδυναμία, απουσία, έλλειψη, ψέγω, αναξιόπιστος, εκπρόθεσμα, καθυστερημένα, όχι από επιλογή, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, ελλείψει, προεπιλογή, μη πληρωμή, μη παράδοση, μη καταβολή επιδόματος διατροφής, πρόβλημα ομιλίας, προεπιλεγμένη πύλη, μοντέλο αθέτησης, προεπιλεγμένο πρόγραμμα, προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή, ερημοδικία, κρυφό ελάττωμα, μη εξυπηρετούμενο δάνειο, εμφανές ελάττωμα, φανερό ελάττωμα, προεπιλεγμένη ρύθμιση, ανεπαρκές υπόλοιπο, στερούμαι, έχω έλλειψη σε, δεν υπάρχει εναλλακτική, αποτυχία να κάνω κτ, εκκρεμούσα οφειλή, καθυστέρηση πληρωμής, υπερημερία, αδυναμία πληρωμής, προεπιλεγμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης défaut

ελάττωμα

nom masculin (technique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a un défaut dans cette machine ; elle s'arrête tout le temps.
Αυτή η μηχανή έχει κουσούρι. Συνέχεια σβήνει.

ελάττωμα

(de caractère)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un des défauts de Brian, c'est qu'il est trop sensible à la critique.
Ένα από τα ελαττώματα του Μπράιαν είναι ότι είναι υπερευαίσθητος όσον αφορά την κριτική.

ελάττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
William doit être victime d'un défaut au cerveau pour mentir tout le temps.
Πρέπει να υπάρχει κάποιο ελάττωμα στο χαρακτήρα του Γουίλιαμ που τον κάνει να ψεύδεται.

ελάττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pierre précieuse était dénuée du moindre défaut.
Το πετράδι δεν είχα καμία ατέλεια.

ελάττωμα, μειονέκτημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L’enthousiasme et la gaité de Ben rattrapent tous ses autres défauts. Pour être acrobate, un manque total de coordination est un défaut assez grave.
Ο ενθουσιασμός και το κέφι του Μπεν αντισταθμίζουν τα όποια άλλα κουσούρια του.

το να λείπει ένα κομματάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Στην άκρη του πιάτου έλειπε ένα κομματάκι.

μειονέκτημα, ελάττωμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les défauts du système étaient évidents.
Τα μειονεκτήματα του συστήματος ήταν εμφανή σε όλους μας.

ελάττωμα, μειονέκτημα

nom masculin (de caractère)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ατέλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδυναμία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cruauté est un défaut qui devrait être évité.

νερά

nom masculin (de peinture) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ψεγάδι

(d'un plan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le plan d'avenir de Dan n'était pas dénué de quelques problèmes.
Το σχέδιο του Νταν για το μέλλον έμπαζε από κάπου.

ατέλεια

(peau)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Heather se lave fréquemment le visage pour éviter les imperfections.
Η Χέδερ πλένει το πρόσωπό της συχνά για να αποφύγει τις ατέλειες.

ατέλεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελάττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La grande faiblesse d'Agatha, c'est qu'elle refuse d'écouter les conseils qu'on lui donne.
Το μεγαλύτερο ελάττωμα της Αγκάθα είναι ότι αρνείται να ακούσει συμβουλές.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y avait quelques failles dans le plan de Dan.

πρόβλημα

(de santé)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un trouble affecta la vision de la vieille femme et l'empêcha de réaliser la fine broderie qu'elle aimait.

αδυναμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απουσία, έλλειψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'absence de remords se ressentait dans les excuses de John.
Η απολογία του Τζον χαρακτηρίστηκε από απουσία μεταμέλειας.

ψέγω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il était impossible de trouver un défaut dans son interprétation.
Δεν μπορούσα με κανέναν τρόπο να βρω λάθος στην απόδοσή του.

αναξιόπιστος

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Incapable de distinguer la réalité de la fiction, la femme maudit sa mémoire peu fiable.
Μη μπορώντας να διαχωρίσει την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία η γυναίκα καταριόταν την αναξιόπιστη μνήμη της.

εκπρόθεσμα, καθυστερημένα

(personne)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όχι από επιλογή

locution adverbiale (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η περιέργεια σκότωσε τη γάτα

ελλείψει

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προεπιλογή

(Informatique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aimerais-tu que ces paramètres fassent office de valeur par défaut à la création d'un nouveau document ?
Θέλεις αυτές οι ρυθμίσεις να αποτελούν προεπιλογή για όλα τα νέα έγγραφα;

μη πληρωμή

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη παράδοση

nom masculin (για αντικείμενα, αγαθά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη καταβολή επιδόματος διατροφής

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πρόβλημα ομιλίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προεπιλεγμένη πύλη

nom féminin (Informatique) (πληροφορική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοντέλο αθέτησης

nom masculin (Finance) (οικον: ανάλυση κινδύνου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προεπιλεγμένο πρόγραμμα

(Informatique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προεπιλεγμένη τιμή, προκαθορισμένη τιμή

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ερημοδικία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρυφό ελάττωμα

nom masculin

μη εξυπηρετούμενο δάνειο

(οικονομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμφανές ελάττωμα, φανερό ελάττωμα

nom masculin

J'ai accepté de payer le prix fort pour cette machine car elle n'avait pas de défaut apparent et je découvre aujourd'hui qu'elle a un vice caché.

προεπιλεγμένη ρύθμιση

nom masculin

ανεπαρκές υπόλοιπο

nom masculin

Le compte est en défaut de provision et le chèque ne peut être honoré.

στερούμαι, έχω έλλειψη σε

locution verbale (changement de sujet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όποιος διακόσμησε αυτό το δωμάτιο στερείται καλού γούστου. Ότι ελλείψεις έχουμε σε εμπειρία, τις αναπληρώνουμε με τον ενθουσιασμό μας.

δεν υπάρχει εναλλακτική

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le nouveau dirigeant a été élu par défaut, et non parce qu'il était populaire.
Η εκλογή του νέου ηγέτη δεν έγινε επειδή είναι ιδιαίτερα αρεστός στον κόσμο - έγινε απουσία εναλλακτικής.

αποτυχία να κάνω κτ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le manque de communication était la cause des conflits entre employés.

εκκρεμούσα οφειλή, καθυστέρηση πληρωμής, υπερημερία

(για λογαριασμούς)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons reçu un avis de défaut de paiement sur le prêt immobilier.

αδυναμία πληρωμής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La société est en défaut de paiement sur plusieurs prêts.
Η εταιρεία βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμής για αρκετά δάνεια.

προεπιλεγμένος

locution adjectivale (valeur, réglage,...)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
C'est la typographie par défaut : si tu veux en changer, choisis-en une autre dans le menu.
Αυτή είναι η προεπιλεγμένη γραμματοσειρά. Αν επιθυμείς να την αλλάξεις μπορείς να διαλέξεις κάποια άλλη από το μενού.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του défaut στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του défaut

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.