Τι σημαίνει το dégagé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dégagé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dégagé στο Γαλλικά.

Η λέξη dégagé στο Γαλλικά σημαίνει ουστ!, δίνε του!, την κάνω, απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος, ανοιχτός, που αποβάλλεται, που εκλύεται, άι χάσου, ξεκουμπίσου, κάν' την, δίνε του, ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος, φεύγω, την κάνω, του δίνω, Κάν' την!, δίνε του, φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο, χάσου!, άντε χάσου!, χάσου από εδώ!, καθαρός, ανοιχτός, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, ξεμπλοκάρω, εξάγω, βγάζω, αποσπώ,εκμαιεύω, εκπέμπω, αναδίδω, την κάνω, ξεκουμπίζομαι, αναδίδω, εκπέμπω, αδειάζω τη γωνιά, απεκκρίνω, στρίβε, βγάζω, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω, απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ, ελευθερώνω, αποδεσμεύω, αποδεσμεύω, απελευθερώνω, απελευθερώνω, απαλλάσσω, εκπέμπω, βγάζω καθαρό κέρδος, ανοίγω, ανοίγω, απελευθερώνω, απομακρύνομαι, φεύγω, φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο, αποβάλλω, ξεφρακάρω, ξεβουλώνω, ξεμπουκώνω, εκπέμπω, φύγε από εδώ, φεύγω, την κάνω, του δίνω, την κάνω, του δίνω, κάνω πίσω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, αποκομίζω, καθαρίζω, απαλάσσω, που καπνίζει, δύσοσμος, έξωμος, ξεκουβάλα, Στρίβε!, Δίνε του!, Πάρε δρόμο!, καθαρός ουρανός, αδιάφορα, άει στο διάολο, άντε χάσου, σπάσε!, δίνε του!, ουστ!, πάρε δρόμο!, ξεκουμπίσου!, αϊ γαμήσου, ανοιχτός χώρος, Δρόμο!, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dégagé

ουστ!, δίνε του!

(très familier) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Dégage ! Je ne veux plus te voir sur ma pelouse !

την κάνω

interjection (fam) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dégagez, ça suffit !

απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος

adjectif (vue, chemin)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les élèves ont une vue dégagée sur le professeur.
Οι μαθητές βλέπουν καθαρά τον δάσκαλο.

ανοιχτός

adjectif (vue)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Depuis le sommet de la montagne, on a une vue dégagée jusqu'à la mer.

που αποβάλλεται, που εκλύεται

adjectif (gaz) (για αέρια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'air dégagé (or: rejeté) par les aspirateurs contient souvent de petites particules de poussière.

άι χάσου, ξεκουμπίσου

(familier) (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
« Allez-vous-en » est beaucoup plus poli que « dégage ».

κάν' την, δίνε του

(familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je suis occupé maintenant alors dégage !

ανεμπόδιστος, απαρακώλυτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φεύγω, την κάνω, του δίνω

(familier)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Arrête de me déranger et fiche le camp !

Κάν' την!

(un peu familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Du vent (or: Du balai) ! Va embêter quelqu'un d'autre !

δίνε του

(familier) (αργκό)

φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο

(familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάσου!, άντε χάσου!, χάσου από εδώ!

(familier)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Θέλεις να σου δανείσω κι άλλα χρήματα, όταν δεν έχεις επιστρέψει τα τελευταία που σου έδωσα; Χάσου από δω!

καθαρός

adjectif (ciel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ciel est clair (or: dégagé) aujourd'hui.

ανοιχτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma maison se situe en pleine zone rurale. Il n'y a rien d'autre à voir que la campagne à perte de vue sur des kilomètres.

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι

verbe intransitif (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les voleurs ont dégagé vite fait en entendant la sirène de police.
Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία.

ξεμπλοκάρω

(un passage, une route) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξάγω, βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώ,εκμαιεύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπέμπω, αναδίδω

(une odeur, de la chaleur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Judy dégage une forte odeur de parfum lorsqu'elle passe.
Όταν περνάει η Τζούντυ αναδίδει μια έντονη μυρωδιά κολόνιας.

την κάνω

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La police est arrivée et on a su qu'il était temps de dégager (or: de se casser).

ξεκουμπίζομαι

(familier) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναδίδω, εκπέμπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liza dégage un air de grâce et de sophistication.

αδειάζω τη γωνιά

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le petit frère de Josie l'agaçait, alors elle lui a dit de dégager.
Ο μικρός αδερφός της Τζόσι την εκνεύριζε. Γι' αυτό του είπε να της αδειάζει τη γωνιά.

απεκκρίνω

(des fumées)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'usine dégage une fumée infecte dans tout le village.

στρίβε

(argot) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dégage ! Espèce d'imbécile.

βγάζω

verbe transitif (des bénéfices, un profit) (κέρδος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Notre entreprise espère dégager des bénéfices.

εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω

(un son, une odeur) (διώχνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le compteur émet un court bip toutes les heures quand il fonctionne normalement.

απομακρύνω τα άχρηστα αντικείμενα από κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελευθερώνω, αποδεσμεύω

(chose préalablement réservée)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société de location a dit que toutes ses voitures étaient réservées, mais qu'ils pourraient peut-être libérer une berline dans l'après-midi.
Η εταιρία ενοικίασης είπε ότι όλα τα αυτοκίνητά τους ήταν κρατημένα, αλλά ίσως να μπορούσαν να αποδεσμεύσουν ένα σεντάν το απόγευμα.

αποδεσμεύω, απελευθερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enlèvez le frein de stationnement avant d'essayer d'accélérer.

απελευθερώνω, απαλλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπέμπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le four dégage (or: émet) suffisamment de chaleur pour chauffer la pièce.

βγάζω καθαρό κέρδος

verbe transitif (des bénéfices)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anne a dégagé (or: engrangé) un million de revenus cette année.
Η Αν καθάρισε ένα εκατομμύριο φέτος.

ανοίγω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devons dégager (or: tracer) un chemin dans les bois.

ανοίγω, απελευθερώνω

verbe transitif (du temps) (δεν υπήρχε διαθεσιμότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate a dégagé du temps dans son agenda pour rendre visite à sa mère à l'hôpital.

απομακρύνομαι, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'alarme incendie a sonné et tout le monde a quitté les lieux.
Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο.

φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο

(familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon petit frère était tellement énervant que je lui ai dit de se casser.
Ο μικρός αδελφός μου ήταν τόσο ενοχλητικός που του είπα να πάει στα τσακίδια.

αποβάλλω

verbe transitif (un gaz, une substance) (ουσία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le colis non identifié émettait (or: dégageait) une odeur toxique.

ξεφρακάρω, ξεβουλώνω, ξεμπουκώνω

(tuyauterie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκπέμπω

verbe transitif (de la chaleur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φύγε από εδώ

(un peu familier) (μεταφορικά)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Il commençait à m'énerver, alors je lui ai dit de ficher le camp.

φεύγω, την κάνω, του δίνω

(familier : partir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Terry m'embêtait et je lui ai dit de ficher le camp.

την κάνω

(très familier) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

του δίνω

(familier) (αργκό)

κάνω πίσω

(familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a essayé de les séparer mais ils lui ont dit de se tirer (or: de dégager).
Προσπάθησε να τους χωρίσει, ενώ μάλωναν, αλλά κι οι δυο του είπαν να κάνει πίσω.

ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen n'arrivait pas à enlever le chewing-gum de ses cheveux.

αποκομίζω

verbe transitif (des profits)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faut que les chasse-neige enlèvent la neige des routes.
Τα εκχιονιστικά πρέπει να καθαρίσουν το χιόνι από τους δρόμους.

απαλάσσω

verbe transitif (d'une obligation) (κπ από υποχρέωση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son patron l'a libéré (or: dégagé) de son obligation d'assurer l'entretien des ordinateurs.

που καπνίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δύσοσμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έξωμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκουβάλα

(familier) (αργκό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non, je ne te donnerai pas d'argent. Maintenant, dégage !

Στρίβε!, Δίνε του!, Πάρε δρόμο!

(familier) (αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καθαρός ουρανός

nom masculin

αδιάφορα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

άει στο διάολο, άντε χάσου

interjection (familier) (προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quand elle a vu qu'il n'allait pas la laisser tranquille, elle lui a dit « Dégage » et est partie.

σπάσε!, δίνε του!, ουστ!, πάρε δρόμο!, ξεκουμπίσου!

(familier) (μτφ, αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αϊ γαμήσου

(familier) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ανοιχτός χώρος

nom masculin

Mets-le dans un endroit dégagé afin que nous puissions tous le voir.
Βάλ'το σε ανοιχτό χώρο, για να το βλέπουμε μέσα σε όλη αυτή την ακαταστασία.

Δρόμο!

(familier)

interjection (familier (ne reste pas là !)

Dégage ! Tu es dans le chemin.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dégagé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του dégagé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.