Τι σημαίνει το depender στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης depender στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του depender στο πορτογαλικά.

Η λέξη depender στο πορτογαλικά σημαίνει εξαρτάται, εξαρτώμαι από κτ, εξαρτάται από κτ, εξαρτώμαι από, βασίζομαι, στηρίζομαι, κρέμομαι από κτ/κπ για να κάνω κτ, ανήκω σε κπ, στηρίζομαι, βασίζομαι, εξαρτώμαι από κτ, εξαρτώμαι από, εξαρτώμαι οικονομικά, βασίζομαι, εξαρτώμαι από κπ για να κάνω κτ, είναι επιλογή κπ, υπολογίζω, βασίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης depender

εξαρτάται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
"Você vai à festa hoje à noite?" "Depende. Ainda não encontrei um vestido."
«Θα έρθεις στο πάρτι απόψε;» «Εξαρτάται. Δεν έχω βρει ακόμα φόρεμα.»

εξαρτώμαι από κτ

Se o aquecimento será consertado, hoje ou não, depende da programação de trabalho do técnico.
Το κατά πόσον θα φτιαχτεί η θέρμανση σήμερα εξαρτάται από το πρόγραμμα του τεχνικού.

εξαρτάται από κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαρτώμαι από

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βασίζομαι, στηρίζομαι

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha mãe depende de mim para ir às compras para ela.
Η μητέρα μου βασίζεται (or: στηρίζεται) σε μένα για να κάνω τα ψώνια για λογαριασμό της.

κρέμομαι από κτ/κπ για να κάνω κτ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανήκω σε κπ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A decisão vai depender de você.
Η απόφαση εξαρτάται από σένα.

στηρίζομαι, βασίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξαρτώμαι από κτ

Tirar a carteira de motorista depende de passar na prova escrita e prática.

εξαρτώμαι από

Eu não sei se poderemos voar hoje, tudo depende do clima.
Δεν ξέρω αν θα είμαστε σε θέση να πετάξουμε σήμερα, όλα εξαρτώνται απ' τον καιρό.

εξαρτώμαι οικονομικά

(από κπ)

Nos anos 50, a maioria das mulheres nos EUA não faziam trabalho remunerado e dependiam de seus maridos.
Τη δεκαετία του ’50, οι περισσότερες γυναίκες στις ΗΠΑ δεν εργάζονταν και εξαρτιόνταν οικονομικά από τους συζύγους τους.

βασίζομαι

(σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela é uma mulher orgulhosa que não gosta de depender de seus parentes para ajuda.
Είναι μια περήφανη κυρία και δεν της αρέσει να πρέπει να βασίζεται στους συγγενείς της για βοήθεια.

εξαρτώμαι από κπ για να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu dependo da Bárbara para me levar ao hospital toda semana.
Εξαρτώμαι από την Μπάρμπαρα, για να με πηγαίνει κάθε εβδομάδα στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητο.

είναι επιλογή κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tanto faz o que nós vamos comer - depende de você.
Δεν με ενδιαφέρει που θα φάμε, είναι επιλογή σου.

υπολογίζω, βασίζομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estou contando com a recuperação do mercado de ações. Do contrário, não terei recursos para me aposentar.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του depender στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.