Τι σημαίνει το depressão στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης depressão στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του depressão στο πορτογαλικά.
Η λέξη depressão στο πορτογαλικά σημαίνει κατάθλιψη, ύφεση, η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, λάκκος, χαμηλό βαρομετρικό, λακκούβα, κοίλωμα, κοιλάδα, κακή διάθεση, απόγνωση, απελπισία, θλίψη, χαμηλοί τόνοι, κοιλότητα, ακεφιά, μελαγχολία, απελπισία, η παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30, επιλόχεια κατάθλιψη, επιλόχεια κατάθλιψη, βαρομετρικός λαιμός, δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετό, σε ύφεση, σε κάμψη, επιλόχεια κατάθλιψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης depressão
κατάθλιψηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ela entrou em uma longa depressão depois que seus pais morreram. Μετά τον θάνατο των γονιών της έπεσε σε κατάθλιψη για πολύ καιρό. |
ύφεσηsubstantivo feminino (economia: crise em produção e emprego) (οικονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O governo insiste que essas medidas econômicas drásticas vão evitar a depressão. Η κυβέρνηση επιμένει πως τα δραστικά αυτά οικονομικά μέτρα θα αποτρέψουν την ύφεση. |
η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929substantivo feminino (Grande Depressão dos anos 30) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Muitos que cresceram durante a Grande Depressão são muito frugais. |
λάκκοςsubstantivo feminino (geografia: baixa de terreno) (σχετικά μικρό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A depressão foi formada milhões de anos atrás por um lago. Το κοίλωμα δημιουργήθηκε εκατομμύρια χρόνια πριν, από μία λίμνη. |
χαμηλό βαρομετρικόsubstantivo feminino (meteorologia) (καιρός) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Uma depressão é uma área de baixa pressão atmosférica. Το χαμηλό βαρομετρικό είναι μια περιοχή με χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση. |
λακκούβαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Havia uma depressão entre os dois campos, onde se acumulava água. Υπήρχε ένας λάκκος ανάμεσα στα δύο χωράφια όπου συλλέγονταν νερό. |
κοίλωμαsubstantivo feminino (geologia marinha) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O solo marinho entra em declive numa depressão. Ο πυθμένας της θάλασσας παίρνει κλίση και γίνεται κοίλωμα. |
κοιλάδαsubstantivo feminino (vale) (ρηχή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A cidade estava aninhada na depressão entre duas montanhas. Η πόλη ήταν χωμένη στην κοιλάδα ανάμεσα σε δυο βουνά. |
κακή διάθεση
|
απόγνωση, απελπισία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θλίψηsubstantivo feminino (falta de alegria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαμηλοί τόνοι(humor em baixa) (μεταφορικά) |
κοιλότητα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O esquilo sumiu de vista dentro de um buraco. Ο σκίουρος κρύφτηκε σε ένα βαθούλωμα. |
ακεφιά, μελαγχολία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απελπισία(perspectiva: sem esperança) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30expressão (crise econômica da década de 1930) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν έχουμε δει τέτοιου είδους οικονομική αναταραχή από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30. Οι παππούδες μου ήταν παιδιά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. |
επιλόχεια κατάθλιψη
|
επιλόχεια κατάθλιψη
|
βαρομετρικός λαιμός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετόsubstantivo feminino (σε νέες μητέρες) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σε ύφεση, σε κάμψηlocução adjetiva (οικονομία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιλόχεια κατάθλιψη(abrev, informal) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του depressão στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του depressão
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.