Τι σημαίνει το contra στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contra στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contra στο πορτογαλικά.
Η λέξη contra στο πορτογαλικά σημαίνει κατά, εναντίον, εναντίον, κατά, με, εις βάρος, σε βάρος, από, σε, αντάρτης, ενάντια σε κτ, αντιμέτωπος με, εναντίον, εναντίον, κατά, αντι-, αντι-, κατά, πλην, μείον, -, αντι-, αντι-, κατά, κατά, ή, αντεπιχείρημα, αντεπίθεση, υποναύαρχος, Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, έρχομαι σε αντίθεση με, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, ανταλληγείς, αντεπίθεση, ανταπόδοση, κάνω ανταγωγή, ασκώ ανταγωγή, επαναστατώ ενάντια σε κπ/κτ, ξεσηκώνομαι ενάντια σε κπ/κτ, αντεπιτίθεμαι, ενίσταμαι, εκτελώ αντίνυξη, αντεπιτίθεμαι, ανταποδίδω, βρίζω, αυτός που είναι κατά, αντιπαράδειγμα, αντίθετος, αντίμετρο, αντιδρώ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, στριμώχνω, ενάντιος στον νόμο, παράνομος, που δεν έχει πολύ χρόνο, σκοροαπωθητικός, εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ, κόντρα στο ρεύμα, αντίθετα στο ρεύμα, κόντρα στον άνεμο, αντίθετα προς τη θέληση του, με αντίπαλο τον χρόνο, ενάντια στις πιθανότητες, ενάντια σε κάθε προσδοκία, ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερού, επικριτής, δυνατό ρεύμα επιστροφής, ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς, time trial, συναγερμός, ασφάλεια ατυχήματος, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αντιασφυξιογόνος μάσκα, εμβόλιο ιλαράς, εμβόλιο για την πολιομυελίτιδα, καραμέλα για τον λαιμό, εμβόλιο της γρίπης, τραπεζική εντολή, σιρόπι, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, φθορά ξένης περιουσίας, υγρομόνωση, πυρασφάλεια, στρατηγική αντιστάθμισης, χοιρινό ψαρονέφρι, εμβόλιο ερυθράς, κλουβί προστασίας από καρχαρίες, πόλεμος κατά των ναρκωτικών, φίλτρο φωτισμού, μόνωση για τα ρεύματα, εγκλήματα κατά προσώπων, παλεύω με κτ, πάω κόντρα στο ρεύμα, αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω, κολυμπάω ενάντια στο ρεύμα, παίρνω προληπτικά μέτρα, είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, μετράω εις βάρος, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, ψηφίζω εναντίον, εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ, ξαναεμβολιάζω, βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ, προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτ, διαδηλώνω ενάντια σε κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contra
κατά, εναντίονpreposição (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) De 650 votos, havia apenas três contra a moção. Από τις 650 ψήφους, μόνο τρεις ήταν ενάντια στην πρόταση. |
εναντίον, κατάpreposição (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Muitos americanos são contra a guerra. Πολλοί Αμερικανοί τάσσονται ενάντια στον πόλεμο. |
μεpreposição (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Meu time vai jogar contra os campeões nacionais. Η ομάδα μου παίζει εναντίον της πρωταθλήτριας ομάδας της χώρας. |
εις βάρος, σε βάροςpreposição (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Os erros de Mark contaram contra ele na pontuação final. Τα λάθη του Μαρκ μέτρησαν εις βάρος (or: σε βάρος) του στην τελική βαθμολογία. |
απόpreposição (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) O exército existe para proteger contra invasão. Ο στρατός υπάρχει για να μας παρέχει προστασία απένταντι σε εισβολές. |
σεpreposição (επαφή) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Encoste a escada contra a parede quando não a estiver usando. Να βάζεις τη σκάλα κόντρα στον τοίχο όταν δεν την χρησιμοποιείς. |
αντάρτηςsubstantivo masculino (rebelde nicaraguense) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ενάντια σε κτ(em oposição) |
αντιμέτωπος μεpreposição (em competição com) |
εναντίονpreposição (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εναντίον, κατά
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
αντι-prefixo |
αντι-adjetivo O seu contragolpe resultou na vitória no jogo. Η αντίδρασή (or: απάντησή) του είχε ως αποτέλεσμα να είναι ο νικητής του παιχνιδιού. |
κατά, πλην, μείον
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Cada uma das opções têm seus prós e contras. Κάθε επιλογή έχει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της. |
-preposição (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Pare de se escorar contra essa parede. Σταμάτα να γέρνεις σ' αυτόν τον τοίχο. |
αντι-prefixo Por exemplo: contrabalançar, contrariar |
αντι-prefixo Por exemplo: contraparte |
κατά(direito: contra) (με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Hoje inicia-se o julgamento do caso da Coroa versus Smith. Σήμερα ξεκινά η δίκη για την υπόθεση Κράουν εναντίον Σμιθ. |
κατάadjetivo Nós somos a favor da guerra, mas eles são contra. Είμαστε υπέρ του πολέμου, αλλά αυτοί είναι κατά. |
ήpreposição (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Muitos filósofos ponderaram sobre a questão do livre arbítrio contra o determinismo. Πολλοί φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης εναντίον του ντετερμινισμού. |
αντεπιχείρημαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντεπίθεσηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποναύαρχοςsubstantivo masculino (oficial da marinha) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>substantivo masculino |
έρχομαι σε αντίθεση με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ
|
αντιστέκομαι σε κπ/κτ
|
ανταλληγείςadjetivo (για ανέμους) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντεπίθεση, ανταπόδοσηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω ανταγωγή, ασκώ ανταγωγή(jurid.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επαναστατώ ενάντια σε κπ/κτ, ξεσηκώνομαι ενάντια σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο καταπιεσμένος λαός θα ξεσηκωθεί ενάντια στην απολυταρχική κυβέρνηση. |
αντεπιτίθεμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ενίσταμαι(λόγιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você quer construir uma estrada através da reserva natural? Eu objeto! Θέλεις να ανοίξεις δρόμο μέσα από το καταφύγιο άγριας ζωής; Λοιπόν, ενίσταμαι! |
εκτελώ αντίνυξη(ξιφασκία: επίθεση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντεπιτίθεμαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανταποδίδωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perry xingou o motorista que deu uma guinada na frente dele. Ο Πέρυ έβρισε τον οδηγό που έστριψε απότομα μπροστά του. |
αυτός που είναι κατά(formal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τόσο εκείνοι που υποστήριξαν το μέτρο όσο και οι αντίθετοι με αυτό, έκαναν συλλαλητήρια μπροστά από το καπιτώλιο. |
αντιπαράδειγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντίθετος(pessoa: que discorda) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
αντίμετροsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντιδρώ(σε κτ, απέναντι σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ
|
στριμώχνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενάντιος στον νόμο, παράνομοςlocução adjetiva (ilegal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν έχει πολύ χρόνοlocução adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκοροαπωθητικόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόντρα στο ρεύμα, αντίθετα στο ρεύμαlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) O barco navegou contra a corrente. Το καράβι έπλεε κόντρα στο ρεύμα. |
κόντρα στον άνεμοlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αντίθετα προς τη θέληση του
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με αντίπαλο τον χρόνοlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενάντια στις πιθανότητεςlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julie caiu de um trem em movimento. Ela sobreviveu contra todas as expectativas. |
ενάντια σε κάθε προσδοκίαlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στη ροή του νερούlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ela colocou o caiaque contra a maré e começou a remar rio acima. |
επικριτής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δυνατό ρεύμα επιστροφής(θαλάσσα, λίμνη) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
time trialsubstantivo masculino (esporte: prova) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
συναγερμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ασφάλεια ατυχήματος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας(atrocidade) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αντιασφυξιογόνος μάσκα(respirador protetor) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εμβόλιο ιλαράς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμβόλιο για την πολιομυελίτιδα(substância que imuniza contra a poliomielite) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καραμέλα για τον λαιμό
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Οι καραμέλες για τον λαιμό ανακούφισαν τον ερεθισμένο λαιμό του Μακ. Προτιμώ τις καραμέλες για τον λαιμό που έχουν γεύση κεράσι. |
εμβόλιο της γρίπηςsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τραπεζική εντολήexpressão verbal (tornar-se hostil) |
σιρόπι(για το λαιμό, βήχα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φθορά ξένης ιδιοκτησίας, φθορά ξένης περιουσίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υγρομόνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πυρασφάλεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στρατηγική αντιστάθμισηςsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χοιρινό ψαρονέφρι(corte transversal de carne de porco) |
εμβόλιο ερυθράς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλουβί προστασίας από καρχαρίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πόλεμος κατά των ναρκωτικώνsubstantivo feminino (esforços no combate ao uso ilegal de drogas) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φίλτρο φωτισμούsubstantivo masculino (cinema, TV: iluminação) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μόνωση για τα ρεύματαexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγκλήματα κατά προσώπων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παλεύω με κτ
|
πάω κόντρα στο ρεύμα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αγωνίστηκε γερά αλλά ο αντίπαλος ήταν δυνατότερος. |
κολυμπάω ενάντια στο ρεύμαexpressão (mover-se contra a corrente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω προληπτικά μέτρα(ato de prevenir algo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτωνexpressão verbal (νομική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(μεταφορικά: με γενική) Ele lutou (or: batalhou) em vão contra o fechamento das fábricas. |
μετράω εις βάρος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το ποινικό μητρώο του θα μετρήσει εναντίον του όταν ξεκινήσει να κάνει αιτήσεις για δουλειά. |
στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτverbo pronominal/reflexivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Não se encoste no parapeito dessa sacada, não é seguro! Se você se encostar no meu ombro enquanto andamos, vai tirar um pouco do peso do seu tornozelo machucado. Μη στηρίζεσαι στα κάγκελα αυτού του μπαλκονιού, δεν είναι ασφαλές! |
στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι(tornar-se hostil com) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ψηφίζω εναντίονexpressão verbal (registrar sua oposição) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαναεμβολιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προστατεύομαι από κτ, προφυλάσσομαι από κτ
Use um chapéu de sol para se proteger contra queimaduras de sol. |
διαδηλώνω ενάντια σε κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contra στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του contra
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.